United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πρωίαν εκείνην μ' εξύπνησεν ευτυχή σχεδόν ως σατράπην, τον οποίον χαιρετίζει λίαν πρωί η περιπαθής μουσική των αυλών και των εγχόρδων, η φωνή της μικράς γειτονοπούλας μου Ξενιάς, πενταετούς παιδίσκης, ψαλλούσης με παιδικήν δροσεράν φωνήν το δημώδες παλαιόν δίστιχον: Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό, με κόκκινη παντιέρα και με χρυσό σταυρό.

Οι λόγοι της μητρός του επροξένησαν εις τον Μανώλην αίσθημα σύμμικτον από συμπάθειαν και εγωιστικήν χαράν· ελυπείτο και υπερηφανεύετο φανταζόμενος τα ωραία εκείνα μάτια να κλαίουν χάριν αυτού. Ο δε Σαϊτονικολής, μαντεύων το αποτέλεσμα των λόγων της συζύγου του, τους ενίσχυσε με ένα δίστιχον: Θωρείς τα, κουζουλό πουλί, τα πράμματα που κάνεις, Ναφίνης το βασιλικό κιατσουμαλιές να πιάνης;

Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως διά μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικα των, παρετήρουν τους διερχομένους από το δισταύρι.

Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Το σχήμα λάβε στεναγμού κ' εμπρός μας εμφανίσου ή δίστιχον ερωτικόν ειπέ μου, και μου φθάνει· φώναξε, Αχ! και ταίριαξε με περιστέρι, ταίρι ή κάμε το εγκώμιον της άμιας Αφροδίτης, ή δος ένα παράνομα εις το τυφλόν παιδί της . Δεν με ακούει, δεν κουνεί, δεν ομιλεί. — Ρωμαίε! — Εψόφησεν ο πίθηκος. — Εξορκισμόν θα κάμω.

Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν έφθασεν ο καιρός συνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν Όμηρον και τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψεν έστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξα επ' αυτής το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής : Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσιν είδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.

Και τότε ο μακαρίτης ο γέρο-Γιαλέδης, όστις ήτο σφόδρα ενάντιος εις την ιδέαν, δι' ην είχον παραταχθή ως εις ναυμαχίαν όλα τα σκάφη ταύτα, έλεγε πρός τινα άλλον νεώτερον ομόφρονά του έν παλαιόν δίστιχον: Ήρθαν τ' ανθρωπάκια απ' τα καραβάκια. Και ήτο τωόντι βέβαιον ότι θα εξελέγετο, με τόσην φοβεράν επιστρατίαν ναυστολικού και πληρωμάτων.

Μεταξύ των αδομένων ήκουσα ως παρά του νεκρού απαγγελλόμενον και το επί κεφαλής των προλεγομένων μου δίστιχον.

Διά να κατασκευάση το δίστιχόν του ο Μανώλης, ηναγκάσθη να κατασκευάση και μίαν νέαν λέξιν, το επίρρημα «σίμα-σίμα». Και έκαμε μίαν αρχήν, η οποία έμελλε να λάβη τας διαστάσεις τας οποίας γνωρίζομεν εις την ποίησιν και την πεζογραφίαν.

Επανέλαβε το δίστιχον τούτο δις και τρις, εις γνωστόν αυτή παλαιόν ήχον. — Ιδού, τώρα τα βλέπεις τα πέρα τα βουνά, είπεν ο Μαθιός· μόνον πως αντί για πανιά έχουμε κουπιά· και μας λείπει και το τιμόνι. Η νεαρά γυνή και πάλιν εστέναξεν. — Είνε καιρός να γυρίσουμε; ηρώτησεν ο νέος. Είπε τούτο μετά θλίψεως· εφαίνετο ότι αι λέξεις εξήρχοντο μαραμμέναι από το στόμα του.