Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Θυμάσαι τι ξεφάντωμα και πόση φασαρία!... κι' εγώ του γάμου ακριβώς εφύλαξα τους τύπους, και μόνο που δεν 'πήγαμε κι' εμείς 'στην Εσπερία. Γλυκά γλυκά 'περάσαμε του μέλιτος τον μήνα στ' αγαπημένο σπήτι μας, 'στη γαλανή Αθήνα.

Από την αρχήν του Φεβρουαρίου μέχρι των μέσων Μάρτίου φουσκώνουν τα δένδρα κ' ένεκα τούτου είνε συνήθης η συγνεφιά. Αλλ' η Γαλανή εκ του πολλού φόβου, ούτε ν' ακούση ούτε να πιστεύση ήθελε τοιαύτα πράγματα.

Χωρίς να υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.

Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. Ακόμα λίγοτελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά.

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.

Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με την χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των βουνών της Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον άλλον λόφον, οι λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι, ωραίου χωρίου της Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα αχλάδια.

Κ' έχω πολλά λαφάκια με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια. Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμά σου, Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηληά μου. Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιος με τη θέλησή του θα προτιμάη τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;

Αλλά μη δεν ήτο αρκετός λόγος διά να την μισήση ότι ήτο αδελφή του Στρατή και θυγάτηρ του Θωμά; Ηγάπα λοιπόν ή ήθελε ν' αγαπά την θυγατέρα της χήρας, διά να σκάσουν οι Θωμαδιανοί, ως έλεγεν· αλλά και του ήρεσε διότι ήτο μικροκαμωμένη, λευκή, αβρά, ξανθή και γαλανή, δηλαδή όλως ανομοία προς αυτόν, τον γίγαντα, τον ηλιοψημένον και μελανόφθαλμον.

Το βαπόρι πήρε τόρα όλο το φορτίο του, οι βάρκες γύριζαν αδειανές, με κάποιον μοναχικό επιβάτη προς το γιαλό, κι αυτό πάντα μαύρο και κατάμαυρο μέσα στη γαλανή αγκαλιά της θάλασσας, σούριξε βραχνά, πήρε σιγά-σιγά τη βόλτα του, άφρισε το νερό, και πήρε δρόμο, και ξέφυγε προς τ' ανοιχτά του πελάου.

Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράντην καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν. Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν. — Ν' αρμένιζα μαζί της! Η θάλασσα, μπονάτσαλάδι, κοιμάται.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν