Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Η βασιλεία είναι κτήμα επισφαλές, πολλούς έχουσα εραστάς, ο δε πατήρ μας είναι γέρων και προβεβηκώς· μη δίδης λοιπόν τα αγαθά σου εις άλλους.» Και η μεν κόρη, διδαχθείσα από τον πατέρα της, τοιούτους έλεγε λόγους πειστικωτάτους· ο δε Λυκόφρων απεκρίθη ότι ποτέ δεν θα υπάγη εις την Κόρινθον ζώντος του πατρός του.
Ο Θεός του ήτο γέρων πελώριος με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοικών εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το ωργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών. Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησύχει η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων.
— Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!
Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού. Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης!
Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο. — Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον! Ωνειρεύετο. — Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης. — Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν. Ο γέρων ήρχισε να γελά. — Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.
Ο δε Κωνσταντίνος, υπηρετών έκτοτε τον Γεροστάθην, εξηκολούθει συγχρόνως μετ' άκρας επιμελείας και τα μαθήματα του σχολείου. Ότε εισήλθομεν εις το δωμάτιον, η ομιλία διεκόπη· παρετηρήσαμεν δε τον Κωνσταντίνον σπρώχνοντα προς το μέρος, όπου εκάθητο ο γέρων, χρήματά τινα, τα οποία ήσαν επί της τραπέζης.
Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.
Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον και μας αφήκε μόνους. Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον αδελφόν της.
Σμιθ έξω στο λιβάδι εις τους εργάτας, και ο γέρων εξηκολούθησε την διήγησίν του, πόσον ο προκάτοχός του τον ηγάπησε και πόσον η κόρη του και πως έγινεν αναπληρωτής του πρώτα, έπειτα δε και διάδοχός του.
Μαθών ότι κάθε παρασκευήν βράδυ που μνημονεύουν τους κεκοιμημένους, αι πενθηφορούσαι γραίαι ήναπτον άφθονα κηρία — από ένα δι' εκάστην ψυχήν τεθνεώτος — ενεφαναίζετο ως φάντασμα κρυφά-κρυφά, και κατερήμαζε τα μανουάλια, κινών την βλάσφημον των γραιών γλώσσαν εναντίον του. Πρωίαν τινά όμως γέρων τις ναυτικός καλά του την κατάφερε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν