United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έτσι λέγοντας επήρε την Φαρουχνάζ από το χέρι μαζή με την βάγια της, και την έφερε εις το παλάτι. Η Γουλνάζε ήρχονταν εις συναπάντησίν τους, και όταν είδε την βασιλοπούλαν έπεσεν εις τους πόδας της. Μα η Φαρουχνάζ την εσήκωσε και τρυφερά την αγκάλιασε· ωραία Γουλνάζε, της είπεν, έχω όλην την ευχαρίστησιν, που ο γενναίος Σειρμώγ σε ελευθέρωσε κατά το χρέος του.

Καθώς η βασιλοπούλα είχε συνήθειαν κάθε ταχύ να πηγαίνη εις το λουτρόν διά να λούεται και να στέκη εκεί έως εις το γεύμα περιδιαβάζοντας με τες σκλάβες της, η Σουλταμεμέ εστοχάσθη ότι εκεί που το λουτρόν ήτον τόπος διά άλλες κουβέντες, να της διηγήται τας ιστορίας που ήξευρε, με τες οποίες ήθελε την καταπείση και την φέρη εις αίσθησιν διά να κλίνη εις υπανδρείαν και έτσι αποφασίζοντας την ακόλουθον ημέραν, που η βασιλοπούλα απολούσθη, η βάγια της τής είπεν· ήξευρε ω κυρία μου, ότι μου ήλθεν εις τον νουν μου μία ιστορία γεμάτη από διάφορα συμβεβηκότα, και ανίσως αγαπάς θέλω σου την διηγηθή, η οποία ελπίζω ότι θα σου προξενήση πολλήν ηδονήν.

Ο πατέρας μου έστειλε και έφερε τους πλέον εμπείρους ιατρούς διά να με ιατρεύσουν, μα κανείς δεν εδυνήθη να γνωρίση το πάθος μου. Η βάγια μου που ήτον μία πολύ επιτήδεια γυναίκα, εγνώρισε το πάθος μου πως ήτον από αγάπην, και με εύμορφον τρόπον με έκαμε και της είπα την πάσαν αλήθειαν.

Όταν επήγε να πάρη βάγια των Βαΐων, έκαμαν εις τα μάτια όλαι αι γυναίκες εν τη γυναικωνίτιδι. «Αφιονιάσθηκαν», έλεγεν η γραία μήτηρ της. Ο δε Νικολάκης του Παπά-Νικόλα ήτο πάλιν αξιέραστος εν τη ανθηρά νεότητί του. Τα φορέματά του κατεσκευάσθησαν εν τη κομψή και ευθηνή αγορά της Μασσαλίας εκ λεπτού εριούχου.

Εκεί πηγαίνει, τρέχοντας σα νάχασε το νου της, και πάει κι' η βάγια από κοντά με το παιδί στα χέριαΕίπε, κι' εκείνος έφυγε ξανά τον ίδιο δρόμο 390 και τα καλόφτιαστα στρατιά περνούσε πιλαλώντας.

Ο βασιλεύς λαμβάνοντας αυτήν την είδησιν της μεταβολής της θυγατρός του, έλαβε μεγάλην χαράν και έχοντάς μεγάλην πίστιν εις τον Καισάγιαν, και εις τα λόγια του Δερβύση, έκλινε και έδωσε θέλημα της θυγατρός του διά να μισεύση μαζί με την βάγια της, παρακαλώντας τον Δερβύσην να την προσέχη ωσάν να ήτον η ιδία του θυγατέρα.

Και έτσι λέγοντας έβγαλε το σπαθί του και επήγε και εμπήκεν εις το παλάτι της μάγισσας. Ύστερον από τον μισευμόν του, η βασιλοπούλα με την βάγια της αγροικούσαν μίαν μεγάλην θλίψιν και φόβον μην ηξεύροντας τι θέλει είνε το γραπτόν τους· και έντρομες εκαρτερούσαν διά να ιδούν το αποβησόμενον, ή της ευτυχίας, ή της δυστυχίας του.

Ο Δερβύσης του υπεσχέθη να μην έχη έγνοιαν δι' αυτήν, και ότι εις την φύλαξίν τους έχουν την βοήθειαν του μεγάλου Καισάγια. Ως τόσον την ερχομένην νύκτα εμίσευσεν η βασιλοπούλα μα την βάγια της και με τον Δερβύσην, χωρίς άλλην συντροφιά, επειδή και ο Δερβύσης έλεγεν ότι το θέλημα του Καισάγια ήταν να μισεύσουν χωρίς συντροφιά άλλη.

Τους πολιορκώ. » Κ' εκείθετη Δομβραίνη » Τσακίζω το Μουστάμπεη. » Από το Τεπελένι. » Και γλήγωρατο Δίστομο » Σε 'μέραις φθάνω δύο.» « Το Γιώργη Βάγια πρόσταξα, » Το Γρίβα Γαρδικιώτη, » Να πιάσουνε τη Ράχωβα » Με πεντακόσιους άλλους. » Έρχεται ο Μουστάμπεης, » Κ' είχε σκοπούς μεγάλους: » Να τους αφήση κατά γης » Στην έφοδο την πρώτη » « Τρομάρα του!

Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή.