Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Αλλ' αυτό δεν είνε λόγος να μην απολαύσης εσύ τα νειάτα σου και να ζήσης φρόνιμη, όχι ως εταίρα, αλλ' ως να ήσουν ιέρεια της Θεσμοφόρου. Αφήνω τα άλλα• σήμερον είνε η εορτή των αλωνιών• τι δώρον σου έκαμε διά την εορτήν; ΜΟΥΣ. Μα δεν έχει, μητερούλα μου, το καϋμένο το παιδί.

ΧΑΡ. Σε αφήνω να σκεφθής το καλλίτερον, διότι εγώ δεν γνωρίζω τίποτε και είμαι ξένος εις τον επάνω κόσμον. ΕΡΜ. Πρώτα πρώτα, Χάρων, πρέπει να εύρωμεν ένα ψηλό μέρος διά να ίδης απ' εκεί τα πάντα. Εάν σου ήτο δυνατόν ν' ανέβης εις τον ουρανόν, το πράγμα θα ήτο εύκολον• διότι έτσι θα έβλεπες από πάνω παν ό,τι συμβαίνει εις την γην.

Αφήνω τα φορέματα και τα πουκαμισάκια που σου έχει πάρη• και τέλος πάντων αυτός ο νέος είνε για μας κελεπούρι και θησαυρός. ΜΟΥΣ. Είνε όμως ώμορφος και νεώτατος και μου λέγει με δάκρυα πως μ' αγαπά και είνε γυιός της Δεινομάχης και του Λάχητος του Αρεοπαγίτου και υπόσχεται ότι θα με πάρη γυναίκα του και έχομεν μεγάλας ελπίδας μόλις ο γέρος κλείση τα μάτια του.

Πυρ είμαι τώρα και αήρ· αφήνω εις χαμερπεστέρας υπάρξεις τα λοιπά στοιχεία του σώματος. — Καλά. — Ετελείωσες; Ελθέ λοιπόν, ελθέ να λάβης την τελευταίαν θερμότητα των χειλέων μου. Μήπως έχω την ασπίδα εις τα χείλη μου; Πώς! πίπτεις; Αν τόσον ησύχως χωρίζεσαι από την φύσιν, το κτύπημα του θανάτου είναι ως τσίμπημα εραστού, το οποίον είναι επιθυμητόν, μολονότι προξενεί πόνο.

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.

Εγώ λοιπόν αυτήν την απολογίαν κάμνω, Σιμμία και Κέβη, διά ν' αποδείξω ότι ευλόγως δεν δυσαρεστούμαι οπού αφήνω και σας και τους εδώ κυρίους μου, ούτε λυπούμαι, διότι νομίζω ότι και εκεί όχι ολιγώτερον παρά εδώ θ' απαντήσω και αγαθούς κυρίους και αγαθούς φίλους· τούτο δε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το πιστεύουσιν.

Απ' εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμο. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν' αφήσω να ωφεληθή άλλος; — Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ' αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου! — Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διης εσύ πως θα το μετανοιώσης.

Ο διάλογος εξηκολούθησε δεξιά: — Άκουσε, αν πάθω τίποτε, σου κάνω διαθήκη· Σ' αφήνω την Κάκια.... να την προστατεύης, σαν αδελφός. — Αν την προστατεύσω σαν φίλος; — Σ' αφήνω την κατάρα μου! — Καλά, εγώ είμαι έτοιμος και κατεβαίνω. Έλα να πέσωμε μαζή. Μετ' ολίγον βλέπω τον φοβούμενον την συγκοπήν εις την κλίμακα.

Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα.

Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά, ποτάμια». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν