United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μεταξύ των πνευμάτων πάλη ευρίσκετο εις την ακμήν, τα όπλα των αντήχουν ως συγκρουόμενα νέφη και αιματώδης βροχή έσταζεν επί των εν τη πλατεία συνηγμένων πιστών, ότε αίφνης ο φανείς εις την Ιωάνναν άγγελος, διασχίσας τας τάξεις των μαχόμενων συνέλαβε την αθλίαν αυτής ψυχήν, πόθεν δεν γνωρίζω, και επιβάς νέφους μετέφερεν αυτήν . . .. εις το καθαρτήριον πιθανώς.

Νυχθημερόν εκάπνιζε το θυμίαμα, εκαίοντο κηρία και αντήχουν οι κώδωνες και του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

Η σιγή της επελθούσης νυκτός, εν μέσω του φοβερού κλοιού τον οποίον εσχημάτιζε περί την μονήν το στρατόπεδον των Τούρκων, υπήρξε φρικτή. Περί το μεσονύκτιον ο ουρανός εκαλύφθη υπό νεφών, επηκολούθησαν δε αστραπαί και βρονταί, χωρίς να βρέξη. Οι πολιορκούμενοι ηγρύπνησαν προσευχόμενοι εις τον ναόν, υπό τους θόλους του οποίου αντήχουν αι βρονταί ως ενθάρρυνσις ουρανόθεν.

Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στις πλαγιανές απέραντες κάμαρες, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη μελαγχολική κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείει όλο το παλιοσαράγι του Δημήτρη Πουρναρά: — Αγόρι, πατέρα! αγόρι, Δημήτρη!... Αρσενικό!.... να ζήσης, να το χαρής!

Αλλ' η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους ξένου.

Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι. Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας της. Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούςαντήχουν αδιαλείπτως εις όλας τας οδούς της πόλεως.

Παράφορον και αλαλάζον πλήθος εφώρμα κατά πλήρους ανθοδεσμών τιθρίππου, απωθούμενον υπό των χωροφυλάκων και των αστυνομικών κλητήρων, των οποίων αντηχούν αι επιταγαί διαλύσεως, εκρότουν αι μάστιγες και ήστραπτον τα ξίφη.

Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των λεόντων, ως οιωνός συμφοράς. Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο έρημον.

Ενώ γράφω ταύτα επισωρεύονται πυκναί εις την ψυχήν μου αι αναμνήσεις, και διέρχονται αλλεπάλληλοι διά της φαντασίας μου αι περιπέτειαι της καταστροφής. Κλείω τους οφθαλμούς και βλέπω ενώπιον μου τους δυστυχείς της εξορίας συντρόφους, και ακούω τας διηγήσεις των, και αντηχούν εις τα ώτα μου οι στεναγμοί των, και ρέουν τα δάκρυα των, και συσφίγγονται απηλπισμέναι αι χείρες των !

Μακράν αντήχουν κραυγαί, τας οποίας ο Πετρώνιος κατ' αρχάς δεν ενόησεν. Ολίγον κατ' ολίγον αι κραυγαί εκείναι εγίνοντο ισχυρότεραι και εξερράγησαν εις μίαν αγρίαν βοήν: «Εις τους λέοντας, τους χριστιανούςΕκ του βάθους των πυρπολουμένων οδών προσέτρεχον νέαι σπείραι.