United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία.

Τι έχεις; Σ' εδάγκασε; — Πονώ πολύ, επανέλαβε κλαυθμυρίζουσα. Ο Σκούντας ηγωνίζετο ναπομακρύνη τον Χόμο, όστις επί ταις απειλαίς και ταις χειρονομίαις αυτού υπεχώρησε δύο ή τρία βήματα, και επανήρχετο πάλιν εις την έφοδον. Οι γαυγισμοί δε αντήχουν εις την βαθείαν φάραγγα. Τέλος ο Σκούντας κατώρθωσε διά βροχής λίθων και βώλων γης, να τον απομακρύνη.

Δημόσιοι αγορηταί και φωνασκοί κατηγόρουν ως εμπρηστήν τον Νέρωνα, ηπόρουν με την υπομονήν των Ρωμαίων, έλεγον ότι εβαρύνθησαν πλέον και υπέσχοντο ως θύματα εις τον Τίβεριν τον Αυτοκράτορα και την Αυγούσταν. Πανταχόθεν αντήχουν κραυγαί: — Κωμωδός! Φρενόπληκτος! Μητροκτόνος!

Υπό τα ακατάπαστα ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον. Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο Νέρων εφοβήθη.

Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν, απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου.

Περί την Ωραίαν Πύλην ιμάμαι είχον στρώσει ψιάθους και τάπητας επί του εδάφους και γονυπετείς επ' αυτών ανέπεμπον τας αλλοθρόους και βαρβαροφώνους αυτών προσευχάς. Οι θόλοι του ναού αντήχουν εκ των αήθων τούτων φθόγγων, και ήθελε τις νομίσει ότι ακούει μελαγχολικώς επαναλαμβανόμενον εκεί τον στίχον του ψαλμωδού: «ο Θεός, ήλασαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου...»