United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με την πρόφασιν του λουτρού έμενον αγρυπνούντες εις τα παράλια. Διότι υπάρχει η ιδέα ότι κατά την νύκτα εκείνην ανοίγουν αστραπιαίως οι ουρανοί και ό,τι ζητήση κανείς κατά την στιγμήν εκείνην το λαμβάνει άνωθεν. Δεν αναφέρονται όμως παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι επλούτισαν ή απέκτησαν ό,τι δήποτε κατ' αυτόν τον τρόπον.

Διηγούνται για μια ευγενική ράτσα ολίγων· που όταν είναι φουσκωμένα και κατακουρασμένα μόνα των εξ ενστίκτου δαγκάνονται και ανοίγουν μια φλέβα, για να πάρουν ανάσα. Έτσι μου συμβαίνει συχνά, θα επιθυμούσα να ανοίξω μία φλέβα, που θα μου παρείχε την αιώνια ελευθερία. 24 Μαρτίου,

Εσωτερικώς δε πολλοί προδόται συμβοηθούν και καλούν και τας πύλας ανοίγουν και κατά πάντα τρόπον υποβοηθούν εις το να κυριευθή ο προς ον απευθύνεται η διαβολή. Οι προδόται δε ούτοι είνε πρώτον η αγάπη προς το νέον, ήτις είνε φυσική εις τους ανθρώπους, και το αψίκορον, έπειτα δε η κλίσις προς τας παραδόξους διηγήσεις. Διότι δεν γνωρίζω πώς τερπόμεθα όλοι από τα κρυφίως λεγόμενα και πλήρη υπονοιών.

Μοναχά σε κάθε ακρογιαλιά της Με κάνα λιανολίθαρο παίζουν ή με λουλούδι Και μουρμουρίζουν, 'σάν παιδιά, κάνα γλυκό τραγούδι. Άξαφνα απ' τ' Αντιλικού τώμορφο τ' ακρογιάλι Ένα μονόξυλο μικρό μ' ένα πανί προβάλλει. Τραβάει προς του Μεσολογγιού το κάστρο, κι' από πέρα 'Σάν απ' τη λίμνη φαίνεται να βγαίνητον αθέρα Άσπρο πελώριο φάντασμα. Ανοίγουν τα κουπιά του Σαν τα φτερά του γερακιού.

Εις τούτον Άγγελοι χρυσοί τας πτέρυγάς των σμίγουν με μουσικάς ευμόλπους, ο δ' Αβραάμ και Ισαάκ 'στούς ευσεβείς ανοίγουν χαριτοβρύτους κόλπους. 'Στόν άλλον όρη και βουνά με μέλι και πιλάφι και Οδαλίσκαι που στιγμή δεν κάνουν και νισάφι, και αν επλάσθης με ροπήν προς την πολυγαμίαν εκάστην ώραν ειμπορείς ν' αλλάζης κι' από μίαν.

Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά -κρυφά, ν' ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είνε επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.

τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις, Απλόνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν Βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν Μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου. Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατότο χέρι Και λιβανίζει κ' ευλογά.

ΧΟΡΟΣ Ξένε μου, ο Ξούθος είν' ακόμα μέσ' στον ναό• δεν πέρασε τον τόπο αυτόν να βγη• μα στάσου, κρότον άκουσα. . .. η πύλες σαν ν' ανοίγουν κάποιος να βγη. . .. Νά, κύτταξε, που ο αφέντης βγαίνει. ΞΟΥΘΟΣ Χαίρε, παιδί μου• ναν' αυτός πρώτος μου λόγος πρέπει. ΙΩΝ Εγώ χαρούμενος, και συ σοφός, έτσι κ' οι δυο μας ευτυχισμένοι θα' μαστε.

Μα μέσα σα χωθεί ο λαός και μπούνε ν' ανασάνουν, τα στέρια φύλλα κλείστε τα ξανά, γιατί φοβάμαι 535 μήπωςδεν τόχει τίποταπηδήσει μέσα ο σκύλοςΕίπε, κι' ανοίγουν οι φρουροί κι' αμπώχνουν τους μαντάλους.

Μολαταύτα κάθε πρωί ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της πόλης και πεζοί ή πάνω σε άρματα οι πολεμισταί προχωρούν στη μάχη και μυκτηρίζουν τους εχθρούς των πίσω από τις σιδερένιες τους μάσκες. Ολημέρα λυσσομανάει η αμάχη, κι όταν η νύχτα πέση, λαμπυρίζουν τα δαδιά στις τέντες κι' ανάβει ο φανός στη μεγάλη κάμαρα.