Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν». — Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.

Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του.

Μετά πολύωρον και επίμοχθον εργασίαν, είχε φθάσει εις ατελέστατον πόρισμα, και ανεγίνωσκε τας πρώτας γραμμάς ως εξής «Αδελφή μου Αϊμά». Την πρώτην ταύτην φράσιν έλαβεν ως δεδομένον. Κατ' αρχάς ανεγίνωσκεν &Αϊμά& την πρώτην λέξιν. Αλλ' ακολούθως ηρίθμησε τα γράμματα της λέξεως &αδελφή&, και τη εφάνησαν παραπολλά. Η λέξις &Αϊμά& είχε τέσσαρα μόνον γράμματα, περί τούτου είχε βεβαιότητα.

Κ' εξηκολούθει η πάλη αυτή της γης και των ανθρώπων επί πολύ, μέχρις ου εάν ο νεκρός είχε καλούς συγγενείς και πλουσίους, εκάλουν επί τόπου, πληρώνοντες αδρά, τον Δεσπότην ο οποίος ανεγίνωσκε πάλιν επ' αυτού το επιτίμιον, είτα την συγχώρησιν και ούτω ο τάφος εξηυμενίζετο και ο νεκρός ανελύετο εν διαστήματι τριών Σαββάτων.

Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του ιατρού. Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας. Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός.

Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων.

Ο Κ. Πλατέας ηγέρθη και με το χειρόμακτρον εις χείρας, όρθιος όπισθεν του καθημένου φίλου του, έβλεπε τας λέξεις, τας οποίας ο Λιάκος μεγαλοφώνως ανεγίνωσκε. «Φίλτατε εξάδελφε, «Φέρε μου απόψε τον φίλον σου. Θα είναι και η λεγάμενη εις την οικίαν μου. Ελάτε ενωρίς. Η εξαδέλφη σου.» — Αι, δεν σου το έλεγα; ανέκραξε περιχαρής ο Λιάκος. Ετοιμάσου να πηγαίνωμεν! Ετοιμάσου!

Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά διά να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθ' ην ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον εκολάφιζον, διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά. Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι.

Ήτο αρχαίος φίλος του ο θείος μου, φαίνεται δε ότι ήσαν ένθερμοι αι υπέρ εμού συστάσεις. Δεν είπε λέξιν, αλλ' όμως μ' ετάραξε το βλέμμα εκείνο, — ίσως διότι επεξήγουν την σημασίαν του τα εκφραστικώτερα βλέμματα των περί εμέ οπλιτών. Τα ενδύματά των ουδέν είχον το κοινόν προς την λαμπρότητα της περιβολής μου. Παρετήρουν τον αρχηγόν ενώ ανεγίνωσκε την επιστολήν.

Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν. Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν. — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν