Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Και μετ' ολίγα λεπτά αι δύο κορασίδες ανέβαινον τρέχουσαι τα σκαλοπάτια της οικίας του καπετάν Αλέξη. Η Χ. ήτον χλωμή, λευκή και λεπτοφυής εις άκρον. Ταχέως εξετελέσθη το πείραμα. Η μικρά παιδίσκη επί ώραν εκράτει έν εικόνισμα με τας δύο χείρας της.
Μετ' αυτόν δε ανέβαινον οι επόμενοι έξ εις καθένα από τους πύργους. Έπειτα μετά τούτους επροχώρουν άλλοι ελαφρά ωπλισμένοι με μικρά δόρατα, άλλοι δε κατόπιν έφερον τας ασπίδας των, όπως εκείνοι ευκολώτερον αναβαίνουν και τας οποίας ώφειλον να δώσουν άμα ήθελον φθάσει πλησίον των εχθρών.
Τα συμπεράσματα αυτής ήσαν άλλα, έμελλε δε να πλάση ολόκληρον ιστορίαν περί του πράγματος, αν δεν επροτίμα να κάμη μίαν αληθή. Προς τούτο ήρχισε να κατασκοπεύη περί την εσπέραν τα κατατόπια, όπου είχε μάθει ότι κατώκει η ξένη. Αύτη ήτο έγκλειστος εις το υψηλότερον δώμα, κτίριόν τι πυργοειδές, μέρος έρημον, οπού σπανίως ανέβαινον αι μοναχαί.
Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του. — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,
Όσοι κατέβαινον από τα πέραν της Μαχαιρουσίας υψώματα εξηφανίζοντο όπισθεν του ανακτόρου. Άλλοι ανέβαινον την απέναντι κοίτην του χειμάρρου, και φθάνοντες εις την πόλιν εξεφόρτωνον τας αποσκευάς των εις τας αυλάς. Αυτοί ήσαν φροντισταί του Τετράρχου και ικέται οι οποίοι προέπεμπον τους προσκεκλημένους του.
Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του· — Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!
Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θειά- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα.
Διά τούτο όταν μετέβαινον εις την Μονήν το θάρρος των ήτο στερεόν και ακλόνητον. Αλλ' από της εξαφανίσεως του θυρωρού συνεταράχθησαν κ' εν βία ενήργουν. Εκλονίσθη η καρδία των κ' εν απεριγράπτω φόβω ανέβαινον το βουνόν, θέλοντες να επανέλθωσιν εις τον έρημον της Κεχρεάς όρμον, όπου είχον αποκρύψει την λέμβον των. Από της αγρίας εκείνης ακτής μέχρι του Μοναστηρίου η απόστασις είνε δίωρος.
― Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα. Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονές μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου•― «Λουκή, γλύτωσέ με!» Πας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή!»
Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, επροσποιήθη να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν