Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Πώς είνε ποτέ δυνατόν, του είπεν ο βασιλεύς, εσύ να είσαι ζωντανός, τον καιρόν που με μεγάλην μου θλίψιν είχα μάθει πώς είχες αποθάνει; Τότε ο Αμπτούλ εδιηγήθη την ασπλαγχνίαν και την βαρβαρότητα του Βεζύρη Αμπτολφατά, και πώς η θυγατέρα του τον εσύντρεξε και τον εγλύτωσε, και του είπε τα λοιπά, που του ακολούθησαν.
Ω γενναιότατε Αμπτούλ, τα δώρα που μου έστειλες είνε τόσον υπερβολικά και πλούσια, που διστάζω να τα δεχθώ· και παρακαλώ σε δος μου την άδειαν διά να σου τα επιστρέψω οπίσω· επειδή και μου φθάνει η δεξίωσις, που μου έκαμες, η οποία είνε αρκετή διά να κηρύξω την γενναιότητά σου εις όλον το Μπαγδάτι.
Ας είναι, απεκρίθη ο Αμπτούλ, οπόταν σωθή αυτός, θέλω προστρέξει εις εκείνον που τώρα θέλω σου δείξει· και έτσι τον έκαμε να περάση εις μίαν άλλην σάλαν πλέον φωτεινωτέραν, εις την οποίαν ήτον πολλότατες μαξιλάρες από χρυσά μεταξωτά, κεντημένες με πλήθος μαργαριτάρια, και διαμάντια· εφαίνονταν ομοίως εις την μέσην άλλη μία λεκάνη, όχι τόσον μεγάλη ωσάν την άλλην, μα μικρότερη, αλλά εις την τιμήν πολλά πλουσιώτερη, η οποία ήτον γεμάτη από ρουμπίνια, διαμάντια, σμαράγδια, και κάθε λογής πέτρες πολύτιμες.
Ο Καλίφης καθώς εβγήκεν απ' εκεί άρχισε να στοχάζεται και λέγη· μου φαίνεται και εμένα πώς αυτός ο Αμπτούλ να υπερβαίνη εις την μεγαλοπρέπειαν τους βασιλείς, μα εις την γενναιότητα όχι.
Ετούτη η ομιλία εθύμωσε πολλά τον Καλίφην, ο οποίος κυττάζοντας τον βεζύρην του με φοβερόν βλέμμα του είπεν· γνωρίζεις εσύ κανένα, που να με παρομοιάζη εις την γενναιότητα και εις τα χαρίσματα που κάνω, και μιλείς έτσι; Ναι, ω αυθέντη, απεκρίθη ο βεζύρης· εις την πόλιν Μπέσρα ευρίσκεται ένας άνθρωπος υποκείμενός σου, ονομαζόμενος Αμπτούλ Μπαρσή, και με όλον που είναι ένας άνθρωπος χωρίς αξίαν, ζη με περισσοτέραν μεγαλοπρέπειαν και γενναιότητα από κάθε βασιλέα και δεν είναι βασιλεύς εις τον κόσμον, που να τον υπερβαίνη εις την γενναιότητα των χαρισμάτων, που καθημερινώς κάνει, και εις την μεγαπρέπειαν.
Η Μπάλκω τότε εξεσκέπασε το πρόσωπόν της και είπεν· εγώ ακούοντάς από πολλούς την φήμην του ονόματός σου, και πως είσαι ένας ευγενικός άνθρωπος και ένδοξος, επεθύμησα να έλθω να δειπνήσω με του λόγου σου. Ο Αμπτούλ με όλον που ήτον διαφορετικός με τες γυναίκες, αυτή όμως του άναψε πολλά την φλόγα του έρωτος, και άρχισε να δείχνη πολλήν κλίσιν προς αυτήν.
Και έτσι ο Αμπτούλ εκαρτέρεσε μαζί με τον Καλίφην εκείνην την νύκτα, έως που επήγαν όλοι οι δούλοι του να κοιμηθούν, και ύστερα παίρνει τον Καλίφην και του δένει τα μάτια, και τον κάνει να καταβή από μίαν σκάλαν κρυπτήν εις ένα περιβόλι πολλά μεγάλον και ύστερα αφού και απέρασαν από διάφορες στράτες στενές ήλθαν εις τον τόπον όπου ήτον ο θησαυρός.
Ο Αμπτούλ εχαμογέλασεν εις αυτά τα λόγια, και είπε προς τον καλίφην. Κύριε, εμένα δεν μου είνε άλλο αναγκαίον, παρά να κρατήσης τα δώρα που σου έστειλα, και, οπόταν μου υποσχεθής διά να τα κρατήσης, θέλω σου ειπεί πώς ημπορώ να κάμω άλλα πλέον πλουσιώτερα χαρίσματα καθημερινώς, χωρίς να μου προξενηθή καμμία ενόχλησις και ζημία.
Εντράπη ο Καλίφης εις παρομοίαν έλεγξιν, και γεμάτος από θυμόν λέγει του Γιαφάρ· ηξεύρεις εσύ ότι ένας υποκείμενος, που λαμβάνει την τόλμην να ειπή ένα ψεύμα εμπρός εις τον αυθέντην του πως του πρέπει ο θάνατος; Εγώ δεν σου λέγω ένα ψεύμα, απεκρίθη ο βεζύρης· εις το υστερινόν ταξείδι που έκαμα εις την Μπάσρα, είδα με τα μάτιά μου τον γενναίον Αμπτούλ, και επήγα και εις το σπήτι του, και με όλον που οι οφθαλμοί μου ήτον συνηθισμένοι από τους θησαυρούς σου, εστάθηκαν όμως πολλά θαμπωμένοι από το πλήθος του πλούτου εκείνου, και έμεινα εκστατικός διά την μεγάλην του γενναιότητα.
Αφού έβαλαν τον δυστυχή Αμπτούλ εις το κοιμητήριον, το έκλεισαν, και έφεραν το κλειδιά του βεζύρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν