Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Η δε βασιλοπούλα είπεν· ετούτη η ιστορία μου άρεσε κατά πολλά· μα ακόμη δεν είμαι καταπεισμένη πως οι άνδρες είνε τόσον πιστοί προς τες αγαπητικές των και τες γυναίκες των. Ο Αμπτούλ ολίγον έλειψεν, που να κλίνη εις την θέλησιν της θυγατρός του βεζύρη, αλησμονώντας καθολικά τον πόνον της Δαρδανές, και εγώ τούτον δεν τον στοχάζομαι τόσον πιστόν, ως μου τον επαινάτε.

Ο Καλίφης επιθυμούσε μετά χαράς να σταθή και το υπόλοιπον της νυκτός εις το να στοχάζεται εκείνα τα πλούτη· μα ο Αμπτούλ έλαβε βίαν διά να έβγη πριν εξυπνήσουν οι δούλοι του και τον καταλάβουν, και ούτως επήρε τον βασιλέα και του ξανάδεσε τα μάτια και εβγήκε με τον ίδιον τρόπον που εμπήκαν, και ήλθαν εις τους οντάδες που ήταν πρώτον.

Ο βεζύρης, που εφαντάζετο πώς με τες τυραννίες που έκαμε του Αμπτούλ, ήθελε του φανερώσει τον θησαυρόν του, επήγε πάλιν το βράδυ διά να τον κάμη να υποφέρη νέας τυραννίας έως που να του φανερώση το ποθούμενον· μα ωσάν έφθασεν εις το κοιμητήριον έμεινε εκστατικός με το να ιδή το κοιμητήριον ανοικτόν.

Και τον καιρόν που εδόθη η απόφασις ο Αμπτούλ έπεσεν εις τα ποδάρια του Καλίφη, παρακαλώντάς τον να του αφήση την ζωήν λέγοντάς του, πώς ο παιδεμός του θέλει είνε αρκετός εις το να τον βλέπη εις τιμήν, και αυτός να ευρίσκεται εις καταισχύνην.

Τελειώνοντας δε ο Αμπτούλ την διήγησιν των συμβεβηκότων του, ο Καλίφης, γεμάτος από μίαν μεγάλην επιθυμίαν διά να ιδή τον θησαυρόν, του είπεν· είνε δυνατόν να είνε ποτέ εις τον κόσμον ένας θησαυρός, που η μεγάλη σου γενναιότης να μην ήθελε τον φθείρει; όχι, όχι δεν ημπορώ να το πιστεύσω και αν δεν ήθελε σου κακοφανή, ήθελα να σε παρακαλέσω διά να με εβγάλης τελείως από την περιέργειαν να μου τον δείξης, και σου κάνω όρκον φοβερόν ότι να μην ειπώ κανενός το μυστήριον.

Εστάθη μέγας ο θαυμασμός του Αμπτούλ, εις τα όσα το παιδί του εδιηγήθη, και γεμάτος από χαράν ήλθεν εις τον οντάν, όπου εκάθητο ο Καλίφης.

Αν ο Καλίφης έμεινεν εκστατικός εις τα όσα είδεν, αυτή έμεινε πολύ περισσότερον, και ο μεγαλύτερος της θαυμασμός εστάθη εις το να ιδή τους δύο νεκρούς βασιλείς με την πλάκα γραμμένην εις τους πόδας· και, αφού την ανέγνωσεν, είδε την βασίλισσαν, που είχεν εις τον λαιμόν μια αρμαθιά από μαργαριτάρια, χονδρά ωσάν αυγά περιστεράς· τα οποία κυττάζοντάς τα με επιθυμίαν την απείκασεν ο Αμπτούλ, και ευθύς τα έβγαλεν από τον λαιμόν της βασίλισσας, και τα έβαλε της βεζυροπούλας, λέγοντάς της ότι από ετούτα θέλει πιστωθή ο πατέρας σου, πως είδες τον θησαυρόν μου· και ύστερον την επαρακάλεσε, διά να πάρη ότι άλλο αγαπά από εκείνα που βλέπει.

Η βασίλισσα ωσάν φρόνιμη που ήτον ηθέλησε να τον καταπραΰνη λέγοντάς του· κάνει χρεία, βασιλέα μου, πρώτον να εξετάσης διά όσα αυτός σου είπε διά τον Αμπτούλ, και αν ήθελεν είνε αλήθεια είνε το πρέπον να τον συμπαθήσης με το να σου είπεν εκείνο που είνε, ειδέ μη και ήθελεν είνε ψεύμα, τότε πρέπει να τον παιδεύσης διότι, έτσι απλώς και ως έτυχε, δεν πρέπει να τον θανατώσης.

Ύστερον ευχαριστώντας τον διά την μεγάλην δεξίωσιν που του έδειξε, και διά τες πολλές χάρες που του έκαμε, εγύρισε και ήλθεν εις το κονάκι του· και ευθύς ετοιμάσθη και εμίσευσε διά το Μπαγδάτι με όλους τους δούλους, σκλάβας, σκλαβόπουλο και άλλα δώρα που από τον Αμπτούλ έλαβεν.

Ω αυθέντη, λέγει ο Αμπτούλ πλησιάζοντας εις τα ποδάριά του, αν η βασιλεία σου είσαι υψηλότερος από τους άλλους ανθρώπους διά την αξίαν, και ακόμη περισσότερον διά την γενναιότητά σου, όμως δος μου την άδειαν, να σου φανερώσω τον θησαυρόν μου, τον οποίον σου το δίδω εις την εξουσίαν σου.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν