United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσες φορές ρεμβάζων ησθάνθην την ευτυχίαν μου, όπως τώρα την αισθάνομαι εις την πραγματικότητα και εσκεπτόμην ότι και αν το παν εκείνην την στιγμήν ετελείωνε, όμως πόσον ευτυχής θα είχα ζήσει! . . . και η ημέρα ετελείωνε, αλλά νέα ήρχιζε, και μοι εφαίνετο ακόμη ωραιότερα! Πόσον ευλογημένος είναι αυτός ο κόσμος! Πόσον απείρως καλός είναι ο Θεός, Μπαμπέττα!».

Εις εκάστην πράξιν την οποίαν ήθελε κάμη, σχετιζομένην πως προς την εκκλησίαν, ελάμβανε πρώτον την γνώμην των ιερέων ενήστευε μετ' ακριβείας, τας τετράδας και παρασκευάς, τα τρίμερα, τας δευτέρας, ως αι γραίαι κ' εν γένει ήτο τύπος θεοφοβούμενου χωρικού. Ήδη ακούων τας φοβεράς λέξεις του ιερέως ήρχιζε ν' ανατριχιάζη και να τρέμη σύσσωμος μη υπομένων δε πλέον επήδησεν όρθιος.

Επεστρέψαμεν μετά σπουδής εις το πλοίον και ανεχωρήσαμεν και όταν ήρχιζε να φωτίζη, διεκρίναμεν ξηράν και εμαντεύσαμεν ότι είνε η ήπειρος η αντίθετος προς την ιδικήν μας.

Αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά. Ευτυχώς η γρηά Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολεττί, και ήρχιζε να καλλωπίζηται και να στρίβη τον μύστακα αποβλέπων εις δεύτερον γάμον.

Αι διηγήσεις όμως αύται δεν εφαίνοντο αρεσταί εις τον Μανώλην, όστις ήθελε να λάβη ολιγώτερον σοβαράν τροπήν η ομιλία των. Αλλ' αυτός δεν ήξευρε πώς να της δώση την τοιαύτην τροπήν. Να μη του πη τίποτε η Πηγή διά την φράσιν που της απηύθυνε καθ' ην στιγμήν της έδιδε τα μαρτυρίκια; τούτο το εφοβείτο κατ' αρχάς· αλλ' όσον έβλεπε την Πηγήν να του ομιλή περί άλλων πραγμάτων, ήρχιζε να το εύχεται.

Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζη την ατμοσφαίραν.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·

Καταφανεστέρα κάπως ήτο η πρόοδος κατά τους αγώνας του 1875, οίτινες επίσης ετελέσθησαν εις το Στάδιον. Αλλ' η σωμασκία ήρχιζε να διαδίδεται, εισαχθείσα και εις τα σχολεία υποχρεωτικώς. Ο I. Φωκιανός, επιδοθείς ολοψύχως εις την διδασκαλίαν και την ανάπτυξιν της γυμναστικής, συνετέλεσαν υπέρ πάντα άλλον εις την σημερινήν πρόοδον αυτής.

Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνοντα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή.