Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Οι δύο σύνοικοί μου παθόντες ιλαράν ευρίσκοντο εις το θεραπευτήριον, ώστε ήμην απόλυτος κύριος του θαλάμου μου. Η τοιαύτη μόνωσις και ανεξαρτησία είνε η γλυκυτάτη των απολαύσεων διά δυστυχή υπότροφον σχολείου καταδικασμένον εις άπαυστον καταναγναστικήν συγχρώτισιν με παντός είδους συντρόφους.

Εφ' ικανήν ώραν συνδιελέχθημεν επί του θέματος, κ' εγώ, όστις ήμην τελείως απηλπισμένος περί ανακαλύψεως του φονέως, διά τε τον παρεμπεσόντα χρόνον και διά τας ευθύς μετά τον φόνον επισυμβάσας ως εκ του πολέμου καταστροφάς εν τη επαρχία ημών, δεν ήργησα να πεισθώ ότι είναι πιθανόν ακόμη να δοθή δικαιοσύνη εις τον ατυχή νεκρόν μας.

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. — Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. — Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες.

Είναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κ α ν ά τ α μ ε δ ύ ο α υ τ ι ά, και έτσι κρεμασμέναις από το έν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Βοσπόρου με το φεγγάρι.

Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και δεν είναι αναίσχυντος πράξις αυτή, να κατασκοπεύης τα ιδικά μου πράγματα; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ήμην ελεύθερος να έχω αυτήν την περιέργειαν. Δεν είμαι βέβαια δούλος σου εγώ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ω ! ποίον θράσος ! Μήπως έχεις την αξίωσιν να ελέγχης το πώς εγώ θέλω να διοικώ τα του οίκου μου ;

Κατέβαινον προς εμέ ενώ εγώ ανέβαινα, δεν ήμην δε πλέον εν καιρώ να οπισθοχωρήσω, ότε ανεκάλυψα ότι ήσαν Τούρκισσαι. Τας συνώδευεν Άραψ ευνούχος, το ποδήρες του οποίου φόρεμα δεν εξεχωρίζετο μακρόθεν από τα των γυναικών. Παρεμέρισα και διέβη το χαρέμιον, τα δε παιδία ηκολούθουν παίζοντα.

Με επέταξε και δεν έδωκε ψωμί εις την γραίαν· και εγώ εχολόσκανα, διότι εγινόμην αίτια να δυστυχούν άλλοι, ενώ εις την νεότητά μου ήμην τόσον υπερήφανη διά την αξίαν μου. Η γραία με επήρε πάλιν, με εκύταξε με καλωσύνην, και είπε. Όχι, δεν θα γελάσω κανένα εξ' αιτίας σου. θα σε τρυπήσω διά να φαίνεσαι ότι είσαι ψεύτικη.

Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη·Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . . Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.

Προς τούτους ιδίως εστράφη και είπεν αυτοίς, «Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλωνΌτε ήμην καθ' ημέραν μεθ' υμών εν τω Ιερώ δεν ήρατε χείρας εναντίον Μου. Αλλ' αύτη είνε η ώρα σας, και η κακή άδεια του σκότους. Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι απέσβησαν και την υστάτην ακτίνα της ελπίδος εις πνεύματα των οπαδών Του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν