Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ποτέ δεν ηδυνήθην να μάθω ακριβώς τον αριθμόν των Σκυθών, αλλά διαφόρους λόγους ήκουον περί αυτών· άλλοι μεν έλεγον ότι είναι πάμπολλοι, άλλοι δε ότι καθαυτό Σκύθαι είναι ολίγοι. Τόσον μόνον μοι εδείκνυον, και το είδον οφθαλμοφανώς.
Αυτός θα τους κάμη να γνωρίσουν Αυτόν ως Λυτρωτήν του κόσμου και Σωτήρα των ψυχών. Καθώς ήκουον Αυτόν ομιλούντα, πολλοί, και εκ των ασπόνδων τούτων εχθρών, ειλκύσθησαν εις πίστιν προς Αυτόν. Αλλ' ήτο πίστις κλονουμένη, ατελής πίστις, πίστις ψευδής, πίστις μεμιγμένη με χιλιάδας εγκοσμίων και πεπλανημένων φαντασιών, όχι πίστις ήτις να έχη εν εαυτή την σώζουσαν δύναμιν, ή εφ' ης να βασισθή Εκείνος.
Μετά μίαν στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ. Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον. Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι μειδιώντες και ωχριώντες. Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον και φαγητά.
Ο δήμαρχος, κήρυξ στωμύλος, διατρέχων την αγοράν και τας οδούς εκήρυττε προς τους κατοίκους το γεγονός, οίτινες μετά θαυμασμού ήκουον και άλλοι μεν έκαμον τον Σταυρόν των, άλλοι δε εχαρακτήριζον όσον σεμνότερον ηδύναντο το πράγμα.
Ήκουον μόνον οι κύκλοι Των ουρανών, την σύμφωνον Θεόπνευστον ωδήν, Και τον αέρα ακίνητον Είχε η γαλήνη. Αλλ' ότε το μειδίασμα Του θεού των ερώτων, Τον Κιθαιρώνα εσκέπασε Με θύμον και με κλήματα Σταφυλοφόρα. Εκεί ο ρυθμός επέραστος Καταβαίνων, το βλέμμα Των γηγενέων δρακόντων Εχάθη, ως τα χαράγματα Χάνεται ο ύπνος.
Νομίζω δε ότι τότε η πόλις εώρταζε τα Διονύσια. Οι κωμωδοί είνε πλέον κοντοί από εκείνους και βαδίζουν χαμηλώτερα και ανθρωπινότερα και φωνάζουν ολιγώτερον, αλλά φορούν κράνη πολύ κωμικώτερα, διά τούτο δε και όλοι που ήσαν εις το θέατρον, εγελούσαν δι' αυτούς. Εκείνους όμως τους υψηλούς τους ήκουον όλοι σκυθρωποί• τους ελυπούντο, υποθέτω, διότι τους έβλεπαν να σύρουν τοιαύτα βάρη ωσάν κατάδικοι.
Ο Γύφτος εφαίνετο γνωρίζων κατά σπιθαμήν το έδαφος, την ωδήγει δε διά των πλαγίων ατραπών και των φαράγγων, αποφεύγων να συναντήση διαβάτην. Ήτο ήδη ημέρα. Ότε ήκουον μακρόθεν βήματα, ο Γύφτος την έσυρε προς απότομόν τι μέρος, και εκρύπτοντο εκεί. Είτα ο Πρωτόγυφτος την ηρώτα· — Είσαι κουρασμένη; — Όχι, απήντα η Αϊμά.
Μεταξύ των παλαιοτέρων κλεφτών αναφέρονται πολλοί οι οποίοι, άθυμοι πάντοτε και μελαγχολικοί ανελάμβαναν ευθύς την ευθυμίαν και την χάριν των μόλις ωσφραίνοντο πυρίτιδα και ήκουον σφαίραν συρίζουσαν πλησίον των. Ο Οδυσσεύς ηδυνήθη προσδεδεμένος εις τον ιστόν της νηός του ν' ακούση ατάραχος το άσμα των Σειρήνων.
Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων!
Έτρεχον ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν