United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθοτα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτοντην εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταντου Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμάτην Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματατους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβιατην Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία τουανθρώπους αλλοφώνους.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότετην Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπούτην ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεντους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτετους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσωτο δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειταεκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινατην λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμωςεμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».