United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού έλαβε τα μέτρα ταύτα και έδωκεν αυτάς τας διαταγάς, εμακρύνθη με το άχρηστον μέρος του στρατεύματός του , και οπισθοχωρήσας μέχρι της λίμνης έπραξεν ό,τι είχε πράξει η Νίτωκρις, αλλά προς εναντίον σκοπόν. Εισαγαγών διά διώρυχος τον ποταμόν εις την λίμνην, ήτις ήτο έλος, κατέστησε την αρχαίαν κοίτην αυτού διαβατήν καθό μεταστραφέντος του ποταμού.

Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο. Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω, εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε.

Εν τούτοις ο φαέθων επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος διά βλέμματος ηλιθίου. Και ερωτώ διαβάτην: — Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω; — Σημαίνει Δούλος.

Ήδη όμως εγνώρισε την πλάνην του· εις τα ψηλά βουνά εμφωλεύουν αετοί κατασπαράσσοντες τ' αδύνατα ζώα· εις τας πρασιάς έρπουν φίδια φαρμακερά, ενεδρεύοντα τον διαβάτην και μεταξύ των ανθρώπων διεφθαρμέναι ψυχαί, πνίγουσαι την αθωότητα. Ο Γιάννος έτρεμε μήπως και η ιδική του αθωότης πνιγή επί τέλους υπό της μητρός του την διαφθοράν.

Σήμερον σκοπόν μόνον έχομεν να μεταδώσωμεν εις τους αναγνώστας ημών ολίγας εκ των προχείρων διασκεδάσεων και τέρψεων, τας οποίας παρέχουσι δωρεάν αι οδοί των Αθηνών εις πάντα κάτοικον ή διαβάτην, αστόν ή ξένον, επαρχιώτην ή αλλοδαπόν. Διά να τας απολαύση τις όλας, δεν είνε πάντοτε ανάγκη να εξέλθη εις την οδόν.

Ο Γύφτος εφαίνετο γνωρίζων κατά σπιθαμήν το έδαφος, την ωδήγει δε διά των πλαγίων ατραπών και των φαράγγων, αποφεύγων να συναντήση διαβάτην. Ήτο ήδη ημέρα. Ότε ήκουον μακρόθεν βήματα, ο Γύφτος την έσυρε προς απότομόν τι μέρος, και εκρύπτοντο εκεί. Είτα ο Πρωτόγυφτος την ηρώτα·Είσαι κουρασμένη; — Όχι, απήντα η Αϊμά.

Ως βασανίζει τον διαβάτην της ερήμου η οπτασία βρύσεων, ποταμών και χλοερών λειμώνων, ούτω και εμέ η ανάμνησις των καλών ημερών της Κέας, της μοναξιάς, της ησυχίας και της Χριστίνας εξηπλωμένης ολοκλήρους ώρας επάνω εις το τουρκικό διβάνι με άσπρον οικιακόν φόρεμα και βιβλίον εις την χείρα.

Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της γης. . . Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.

Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα. Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην: — Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις;

Και σε ζητώ εις μάτην, ω Φως, όπερ έδυσες, του ορίζοντος της ψυχής μου υποκάτω, — ορίζοντος παραδόξου, με δύσιν άνευ ανατολής. Πού θα σε εύρω πλέον εις τους κόλπους του ατέρμονος, και ποία εις το εξής ακτίς θέλει καθοδηγήση εκ νέου εμέ, τον πλανηθέντα διαβάτην, εις την πηγήν σου την ανεξάντλητον;