United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αρχόντισσα καλή μου, δεν με γνωρίζεις, αλλ' εγώ ποια είσαι το γνωρίζω· φοβούμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος. Ενός ανθρώπου ταπεινού την γνώμην άκουσέ την εδώ μη τύχη κ' ευρεθής! Να πάρης τα μικρά σου και φύγετε! Είμαι σκληρός να σε τρομάζω τόσον, αλλά θα ήτο φοβερόν χειρότερα να πάθης,... και σ' έρχονται χειρότερα! — Θεός να σε φυλάξη! Δεν μένω περισσότερον, Φοβούμαι!

Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα, Ο Ταμπουράς, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.

Ξέρω όλη την Αθήνα, και τρυπόνω η μαργιόλα 'στο σαλόνι, 'στην κουζίνα, σ' όλους, σ' όλαις, και εις όλα, για να μάθω κάθε σχέσι, κάθε μια ξετσιπωσιά, αν και διόλου δεν μ' αρέση η πολλή κακογλωσσιά. Ξέρω πράγματα . . . πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη!

Ο βεζύρης της απεκρίθη θυμωμένος· εσύ γυρεύεις μοναχή σου τον θάνατόν σου, αντί να κάμης καλόν των άλλων, θέλεις πέσει εσύ εις την δυστυχίαν εκείνων, καθώς συνέβη εις τον γάιδαρον, που έστεκε καλά, αλλά δεν ήξευρε να φυλάξη την ευτυχίαν του, έως που ύστερα εμετανόησε. Λέγει η Χαλιμά· τι δυστυχίαν έλαβεν ο γάιδαρος; Της απεκρίθη ο βεζύρης· άκουσε και θέλεις μάθει.

Πρέπει να πάψη το καταφρόνιο αφτό για τα δικά μας, που η καθαρέβουσα μας τόμαθε, καταφρόνιο και για τη γλώσσα, και για τόνομα το ρωμαίικο. Οι δυο μεγαλήτεροι λαοί του κόσμου στάθηκαν ως τώρα οι Έλληνες κ' οι Ρωμαίοι. Κάτι θα πη, ένας λαός να φυλάξη και τα δυο αυτά τα ονόματα. Κάφκημά του να είναι.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο Θεός τα με φυλάξη από τέτοιο πράγμα! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τ' αποφάσισα ωρισμένως. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Εγώ όμως δε θα το δεχθώ ποτέ. Οι συγγένειες με ανωτέρους μας έχουν πάντοτε κακά αποτελέσματα. Δεν επιθυμώ εγώ, ο γαμπρός μου να εξευτελίζη στην κόρη μου τους γονείς της και τα παιδιά της να ντρέπωνται να με λένε γιαγιά τους.

Ο βασιλεύς της Κίνας ξανατάζοντάς της να φυλάξη με κάθε υπακοήν τα όσα υπεσχέθη, δεν εστοχάσθηκε τότε άλλο, παρά διά την υπανδρείαν τους, την οποίαν ευθύς την έβαλαν εις πράξιν, και έκαμαν τους γάμους με μεγάλες χαρές ολωνών των εξωτικών.

Την αποταχυνή σαν τονέ συνεχάρηκαν όλοι τον Αναστάσιο, πρόβαλε στη στοά που είχε έξω από τη μεγάλη αίθουσα, και κει έκαμε όρκο πως κανενός δε θα φυλάξη κάκια και πως θα βασιλέψη με δικαιοσύνη και με συνείδηση. Έκλινε ο στρατός τάρματα και τις σημαίες, και ζητωκραύγασε ο λαός.

Ας τον φυλάξη να παίξητην ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και κομματάρχης in partibus . . . absentium. — Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο πράγμα.

Συ, αχρείε! κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελοτα χείλη! Πού είσαι, Κύριέ μου; Ο Θεός να τον φυλάξη. Γένοιτο. Ω Κύριέ μου, ω! ΑΜΛΕΤΟΣ Καλέ μου, ω πουλί μου , έλα, κατέβα! Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Τι συμβαίνει, Κύριέ μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Τι νέα, Κύριε; ΑΜΛΕΤΟΣ Θαυμαστά! ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν μας τα λέγεις, καλέ μας Κύριε; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι· τα κοινολογείτε. ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.