United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΕΦΑΝ. Το βουτσί ολάκερο, αδελφέ μου. Το κρασοστάσι μου είναι σ' ένα βράχο παραγιαλού· εκεί έχω κρυμμένο το κρασί μου. Απόρριμμα, μωρέ, πώς πάει η τρεμούλα σου; ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είσαι ουρανοκατέβατος; ΣΤΕΦΑΝ. Φεγγαροκατέβατος, σε βεβαιώνω· εγώ ήμουν εκείνον τον καιρό ο άνθρωπος του φεγγαριού.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Τα συλλογιούνταν όλ', αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάννα του τουφεκιού, θόλων' ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθή και να την αφήση να πάη ν' αποθάνη κοντά στον αγαπημένο της.

Ο τρανός τεχνίτης εφάνταζε μπροστά τους, μεγάλος και παντοδύναμος, κρατώντας ακόμη στα χέρια του τη δύναμη που ράγιζε τα λιθάρια και ημέρευε τα θηρία. Ο γέρος έβαλε τα δάκτυλα στις τρύπες του φλάουτου, τώφερε ανάλαφρα στο στόμα και κόλλησε τα χείλη του απάνω του σ' ένα φιλί μεθυσμένο, γεμάτο γλύκα και τρεμούλα. Σαράντα χρόνια είχαν να φιληθούν ο γέροΜπούμας με το φλάουτο.