United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιφιγένεια εν Ταύροις: Η Ιφιγένεια, που θυσιάζεται από τον πατέρα της Αγαμέμνονα στην Αυλίδα, για να γίνη δυνατόν ν’ αποπλεύσουν τα πλοία της τρωικής εκστρατείας, σώζεται την τελευταία στιγμή από την θεά Αρτέμιδα, που την μεταφέρει στην χώρα των Ταύρων. Εκεί, μητροκτόνος πια και περιπλανούμενος, την συναντά ο αδελφός της Ορέστης, ιέρεια της Αρτέμιδος.

Τα τελευταία ταύτα είχε προγράψη ο φόβος της μαστιζούσης ήδη τας Αθήνας ασιατικής ή μάλλον αγγλογαλλικής χολέρας, τα δε ψωμία εφεύρε προς επίδειξιν οικονομικής δεινότητος η Λάμια να κλείη, επιστρέφοντα εκ του φούρνου, επί τρεις ή τεσσάρας ημέρας εις υψηλόν ερμάριον διά να δ α μ ά σ ο υ ν, ως αι πέρδικες και οι φασιανοί, ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγώτερος άρτος όταν είνε ξηρός.

Και βεβαίως ο φρόνιμος πρέπει να τα γνωρίζη αυτά, και η σύνεσις και η γνώμη περιστρέφεται εις τα εκτελεστά, τα οποία είναι τελευταία. &Εποπτικός νους.& — Και ο νους δε περιστρέφεται εις τα τελευταία και κατά τας δύο διευθύνσεις. Διότι αυταί είναι αι αρχαί των αιτίων. Δηλαδή από τα καθέκαστα προέρχονται τα γενικά. Αυτά λοιπόν πρέπει να τα αντιλαμβανώμεθα, και τούτο εκτελεί ο νους.

Έτσι θα γίνουν οχτώ, και τον Ιούλιο, μα την αλήθεια, θα σου τα επιστρέψω μέχρι την τελευταία δεκάρα…..» Η τοκογλύφος δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε για πολλή ώρα από πάνω μέχρι κάτω, σήκωσε το χέρι και τον μούντζωσε.

Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούση την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή: — Καλλιά να βγουν τα μάτια σου! Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια.

Την απάντηση μας την έδωκε ο πόλεμος του 1897. Η τελευταία πράξη της «Νέας Γυναίκας» είναι κάπως περισσότερο παρ' όσο πρέπει λιβανισμένη από τον ολυμπιακό ενθουσιασμό.

Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην πατρίδα του.

Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρη άκρη μέσα σταταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβη τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της τώχε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τάπνιγε μέσα του, περήφανος κι' ακατάδεχτος στον πόνο του.

Αργότερα ακόμη, κατά τα τελευταία έτη του βίου του, αι λέξεις του είναι λέξεις ανθρώπου όστις υπήρξεν ευδαίμων· είναι λέξεις αίτινες φαίνονται ρέουσαι από τον υπερεκχειλισμένον ποταμόν μιας ανεξαντλήτου ευτυχίας.

Ήτο η τελευταία φορά διά πολλάς ημέρας καθ' ην θα ήκουον τους λόγους Του.