United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό με συνέφερε, ανάλαβα τις αισθήσεις μου, πάλαιψα, δάγκασα, γρατσούνισα, ήθελα να βγάλω τα μάτια αυτού του χοντροβούργαρου, μη ξέροντας, πως ό,τι συνέβαινε μέσα στον πύργο του πατέρα ήταν ένα πράγμα συνειθισμένο. Ο αγριάθρωπος μούδωσε μια μαχαιριά στο αριστερό μέρος της κοιλιάς, που έχω ακόμη το σημάδι. — Αλλοίμονο! Ελπίζω να το ιδώ, είπεν ο απλοϊκός Αγαθούλης,

Ο αξιωματικός έσφιξε συμπαθητικώς την χείρα μου, και απήγαγε τον δεσμώτην. Τη επαύριον λίαν πρωί κατ' επίμονον απαίτησίν μου εγκατέλιπεν η μήτηρ μου την βδελυράν εκείνην οικίαν απερχόμενη κατ' ευθείαν εις το χωρίον μας. Δεν συνέφερε κατ' ουδένα τρόπον να μάθη την αλήθειαν...

Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!» — Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι.

Άμα ηγγέλθησαν εις την Σπάρτην τα γεγονότα της Πύλου, απεφασίσθη, ως αν προέκειτο περί μεγάλης συμφοράς, να καταβούν οι άρχοντες εις το στρατόπεδον, ίνα, εκ του σύνεγγυς βλέποντες τα πράγματα, σκεφθούν αμέσως τι συνέφερε να πράξουν.

Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε. — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ' την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι. — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο. Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος. — Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.

Εκάθισεν αναπαυτικώς επί της κόνεως της σεσωρευμένης όπισθεν της θύρας, και περιμένουσα μετ' άκρας υπομονής. Οφείλομεν προς τιμήν της να είπωμεν, ότι ουχί ο φόβος και το σκότος εκώλυσαν αυτήν να επανέλθη. Αν και είχε σβέσει εξ ανάγκης την δάδα, ην είχε φέρει, εν τούτοις ηδύνατο να καταβή και άνευ φωτός, και τούτο τη συνέφερε καλλίτερον.

Αλλ' όμως άλλη τις ιδέα τω επήλθεν: Αφού η θύρα ήτο κλειστή, πιθανόν να υπήρχον εντός άνθρωποι, και τότε συνέφερε να παρουσιασθώσιν οι φυγάδες εις αυτούς; Τι θα υπώπτευον εκείνοι; Βεβαίως ο Σκούντας δεν θα έλεγεν ότι ήρχοντο εκ του μοναστηρίου, τουναντίον δε θα διηγείτο ότι έρχονται πολύ μακρόθεν.

Ων δε τολμηρός και δραστήριος δεν άργησε να αναγνωρισθή και από τους κατοίκους, οι οποίοι δεν ετόλμων να εναντιωθώσι και από τους κατ' εκείνην την εποχήν πασάδες, εις τους οποίους δεν συνέφερε να τον καταδιώξωσι δι' όπλων, διότι είχον την προσοχήν των εις την Πελοπόννησον και εις το Σούλι.

Καθώς εξήρχετο εκείθεν ο Ιησούς, δύο τυφλοί τον ηκολούθησαν κράζοντες. «Υιέ Δαυίδ, ελέησον ημάς». Ήδη ο Χριστός είχεν αρχίσει να περιστέλλη, ούτως ειπείν, το αυθόρμητον των θαυμάτων Του. Είχεν επιτελέσει υπεραρκούντα όπως μαρτυρήση την αποστολήν Του, συνέφερε δε οι άνθρωποι να δώσωσι μεγαλειτέραν προσοχήν εις την θείαν διδασκαλίαν Του παρά εις τας προσκαίρους ιάσεις Του.

Εξ εναντίας εις τους Πελοποννησίους συνέφερε να εκτεθούν εις τους κινδύνους της μάχης μετά τινος μέρους οιουδήποτε του στρατεύματος ή και μεθ' όλης αυτών της δυνάμεως. Έμειναν λοιπόν ούτως επί τινα χρόνον επειδή δε ουδείς ήρχιζε πρώτος την προσβολήν, ανεχώρησαν πρώτοι οι Αθηναίοι εις Νίσαιαν και κατόπιν οι Πελοποννήσιοι εις το μέρος από του οποίου είχαν αναχωρήσει.