United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.

Πονούσε σαν τη μάννα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν είτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες, η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα.

Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις. Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του. — Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό.

Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.

Θα γυρεύουνε να περάσουνε και να φύγουν, και πού να φύγουν! Λίμνη, λίμνη βαθιά και θολή την έκαμες τη ζωή μου, εσύ που με δροσοβόλαγες με τα λόγια σου, και το πίστευα πως ο Θεός με πονούσε! Ο Θεός! Αχ, και να τόξερα, γιατί μου την έδωσε ο Θεός αυτή τη λαχτάρα! τι μου την άναψε τέτοια φωτιά! Έλα εσύ, ψυχή του πατέρα μου, που χρόνια τονε λειτουργούσες, έλα και πες μου, γιατί αυτό το μεγάλο το κρίμα!

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Είπε, και σα λωλή η θεά τραβήχτη, τι πονούσε. Κι' η ανεμόποδη Ίριδα την πιάνει, κι' απ' τ' ασκέρι τη βγάζει, ψυχολίγωτη με τους πολλούς τους πόνους· κι' έβλεπες το ροδόθωρο κορμί να μελανιάζει.

Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας.