Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ όμως πιστεύω ότι το ευσεβές, ω Σώκρατες, είνε έν πράγμα εξόχως προσφιλέστατον εις τους θεούς από όλα. Σωκράτης. Ώστε, καθώς ομολογείς, το ευσεβές πράγμα είνε προσέτι και αγαπητόν εις τους θεούς. Ευθύφρων. Βεβαιότατα, μάλιστα. Σωκράτης.

Ίσως όχι όλωςδιόλου το ίδιο όπως μια φορά, όμως αιστάνουμαι πως έρχεται κάθε μέρα πάντα πιο κοντά μας. Κάποτε πιστεύω εκείνο που λέει, πως δηλαδή όλο αυτό έρχεται από το πως γνωρίζει πως θα πεθάνη γλήγορα και πως αυτή η ελπίδα τη συγκρατεί.

ΦΕΡΔΙΝ. Το πιστεύω, και τίποτε δεν είν' αρκετό να σαλέψη την πίστη μου.

Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν' αγαπήση.

Διότι αυτός λέγει ότι εγώ είμαι κατασκευαστής θεών και με καταγγέλλει, χάριν αυτής της νεολαίας, καθώς λέγει, ότι κατασκευάζω καινούργιους θεούς, τους δε παλαιούς θεούς μας δεν πιστεύω. Ευθύφρων. Εκατάλαβα, ω Σώκρατες.

Και σαν πρωτοήρθε ο «Αβέρωφ» στο Φάληρο τονέ χαιρέτησα για περιττή πολυτέλεια και τον ήθελα νάνε καλύτερα ένα πελώριο υπερωκεάνειο. Σας μιλάω ειλικρινά πιστεύτε με. Σήμερα άλλαξε η μανταλιτέ μου, σήμερα όλα τα πιστεύω. Η πατρίδα μας θα γίνει μεγάλη δύναμη μια μέρα, θα θαλασσοκρατάει στην Ανατολή, θα θαυματουργήσει η πατρίδα μας. Θα μπούμε και στην Πόλι, παιδιά. Πιστεύτε το.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μη ‘ς το φεγγάρι ορκισθής, το άστατον φεγγάρι, που κάθε μήνα κι’ αλλαγήν ‘ς τον δίσκον του μας κάμνει, μη τύχη κ' η αγάπη σου αλλάζη 'σαν εκείνο. ΡΩΜΑΙΟΣ Εις τι λοιπόν να ορκισθώ; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μην ορκισθής διόλου. Ή ‘ς την χαριτωμένην σου την ύπαρξιν ορκίσου, 'ς αυτήν, που είναι ο Θεός οπού εγώ λατρεύω, και σε πιστεύω. ΡΩΜΑΙΟΣ Αν ποτέ η καρδιακή αγάπη...

«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζειτην γη ριμμένα, ή τα κυλάτην θάλασσα το κύμα• αντην Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, θα εύχονταν ελαφρότεροιτα πόδια να 'ναι όλοι, κάλλιο παρά πλουσιώτεροιένδυμα και χρυσάφι. 165 κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοίτο σπίτι τούτο άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».

Κύτταξε, κυρά, είπεν ο ανήρ ο συνήγορος της Αϊμάς, κύτταξε να ιδής αν ήνε τα ίδια. Αυτή η νέα φαίνεται φρόνιμη, δεν πιστεύω να σου έκλεψε. — Αυτά είνε τα ρούχα, έλεγε προπετώς η Εφταλουτρού, λησμονούσα ότι δεν ήτο έργον αυτής να βεβαιώση το πράγμα. Αυτά είνε τα ρούχα, τα έκλεψε. — Και πώς πετιέσαι εσύ, γρηά; είπεν ο ξένος. Από πού ξεύρεις ότι τα έκλεψε;

Ούτω πιστεύω και εγώ ως ευπειθές τέκνον της ορθοδόξου Εκκλησίας, αν και ερωτώ ενίοτε, πριν απατήση ο Διάβολος την Εύαν, τις τον ηπάτησεν αυτόν τον ίδιον και τον κατέστησε μισόκαλον δαίμονα, ενώ ήτο πρότερον άγγελος άσπιλος και πτερωτός ως οι λοιποί; Αν το ηξεύρετε, κ. εκδότα, πληροφορήσατέ με και θέλετε με υποχρεώσει.