Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών. Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του.

Λέγουσι προσέτι και τα εξής. Αφού ο Ιάσων ετελείωσε την κατασκευήν της Αργούς εις τους πρόποδας του Πηλίου όρους, έθεσεν εντός αυτής την προσδιωρισμένην εκατόμβην και ένα τρίποδα χάλκινον· ακολούθως περιέπλεε την Πελοπόννησον, θέλων να έλθη εις τους Δελφούς· ότε δε περιπλέων έφθασεν εις τον Μαλέαν, ο βορέας άνεμος τον παρέσυρε προς την Λιβύαν, και πριν γνωρίση την γην ταύτην, έπεσεν εις τας υφάλους της Τριτωνίδος λίμνης.

Τέλος κατορθώνει να κράξη: — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου! Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των υδάτων πλαταγισμού.

Αποτυχούσης της αποπείρας διαφθοράς, ηναγκάσθη ο άρπαξ να καταφύγη εις την χρήσιν σχοινιού, διά του οποίου παρέσυρε το ταλαίπωρον ζώον, οτέ μεν θορυβωδώς διαμαρτυρόμενον, οτέ δε κινδυνεύον διά της αντιστάσεως αυτού να πνιγή, Καθ' οδόν έτυχε να συναντήση νοσοκόμον, εις τον οποίον διηγήθη ότι αγοράσας παρά του κυρίου του τον σκΰλον, είχε δικαίωμα να τον συμπαραλάβη και άκοντα εις τα Χρούσα.

Εκινείτο εις ξένην γην, εν μέσω υπερτριπλασίων πολεμίων, τολμηρός και ελεύθερος ως να είχεν υπό τας διαταγάς του στρατόν πολύ ισχυρότερον όλων ομού των εχθρών. Γνωρίζων τας ιδιότητας της Περσικής χώρας καλλίτερον από τους Πέρσας στρατηγούς, εξέλεγε πάντοτε τους επιτηδειοτέρους τόπους προς στρατοπέδευσιν και παρέσυρε πάντοτε τον εχθρόν εκεί όπου αυτός ήθελεν.

Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω. Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν.

Βλέπει κατά το βράδυ το &ρόδισμα των Άλπεων, τα Παιδιά του Ηλίου,& να μημεριάζουν επάνω εις τα υψηλά βουνά και να επαναλαμβάνουν το άσμα του οδοιπόρου, που ο ανεμοστρόβιλος του παρέσυρε το επανωφόρι του, επήρε το περικάλυμα, όχι όμως και τον άνδρα.

Διά να μη φανή δε ότι έλεγε παλαιά πράγματα, αλλ' ότι ωμίλει εκ του προχείρου, παρεκάλεσε ένα εκ των φίλων τουήτο δε ούτος εκ Πατρών, ασχολούμενος συνήθως με δίκαςόταν ζητήση να του προβάλουν θέμα περί του οποίου να ομιλήση, να του προτείνη τον Πυθαγόραν. Ούτω και συνέβη και ο Πατρεύς εκείνος παρέσυρε τους παρόντας ν' ακούσουν ομιλίαν περί του Πυθαγόρου.

Και με παρέσυρε μακράν του ομίλου. Δεν είχε διόλου μεταβληθή. Η αυτή αξιοπρεπής στάσις, το αυτό λεπτόν μειδίαμα και, δυστυχώς η αυτή περιβολή. Το τριβώνιόν του μάλιστα είχε τας χειρίδας πολύ κοντάς, τρανή απόδειξις ότι δεν είχε κοπή επάνω του. Εκαθήσαμεν έξωθεν καφενείου. Ήτο πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αλλά κ' εγώ με πολλήν χαράν τον επανείδα. Τον διέκοψα.

Αιφνιδίως φρικτή σκέψις μου παρέσυρε κατά κύματα το αίμα εις την καρδιά μου, και επί τινα καιρόν ξανάπεσα και πάλιν εις την αναισθησίαν. Ευθύς ως συνήλθα, εσηκώθην με ένα πήδημα εις τους πόδας μου και με ένα σπαρακτικόν τρόμον που έσειεν όλας μου τας ίνας. Ήπλωσα ταχέως τους βραχίονας επάνω μου και γύρω μου, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Δεν εύρον τίποτε.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν