Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών: — Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .

Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση απλούστατα εκ του εγκεφάλου. Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία·είνε εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε έπαυσε να το έχη.

Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής.

Τότε, ως απαντώσα εις παλαιάς του Γιωργάκη ερωτήσεις, χθεσινάς και προχθεσινάς, έλεγε, μ' ένα πένθιμον όμως πάντοτε μειδίαμα, μειδίαμα φεύγοντος, αποχαιρετισμόν, θαρρείς, θλιβερόν προς την ζωήν και τον κόσμον: Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω. Σαν τ' αποπλέξω, σε κουβεντιάζω.

Ένας ευλογιοκομμένος και αυστηρός εφημέριος, με το πρόσωπον φοβερόν. Όστις, ένεκα ουλής τινος περί τα δεξιά του χείλους, εφαίνετο ως γελών πάντοτε. Μόλις ήρχιζε να ειπή «Μετά πνευμάτων δικαίων» και η ουλή του χείλους του ήρχιζε τα γέλοια, ακράτητος. Ήτο να γελά άνθρωπος όταν έψαλλεν ο παππά-Γιάννης. Τι είνε και τα σωματικά ελαττώματα. Γελοιογραφούν και την μάλλον συμπαθή ψυχήν.

Αλλά, ω Σώκρατες, εγώ τουλάχιστον δεν ηξεύρω πώς να σου εξηγήσω αυτό που έχω εις τον νουν μου. Διότι, ό,τι και αν θέσωμεν ως βάσιν της συζητήσεώς μας, πάντοτε με κάποιον τρόπον μετακινείται και μας διαφεύγει και δεν θέλει να παραμείνη σταθερόν εκεί, όπου και αν το θέσωμεν. Σωκράτης.

ΑΜΛΕΤΟΣ Πόσην χαράν έχω ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος ή ξέχασα τον εαυτόν μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Εκείνος είμαι, και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε, τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; — Ο Μάρκελλος ; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Καλέ μου Κύριε, — ΟΡΑΤΙΟΣ Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.

Κ' είδε τον γέροντα με υψωμένας τας χείρας, με ορθίαν κεφαλήν να ψηλώνη, να ψηλώνη πάντοτε, να μεγαλύνεται εις σύνδεσμον άρρηκτον της γης και του ουρανού. Και μαζί μ' αυτόν, υπό τους πόδας του απ' αυτά τα χιονισμένα μνήματα των παιδίων, είδε δύο άστρα μεγάλα, φεγγοβόλα με γλυκύ πρασινωπόν φως ν' αναβαίνουν συγκρατητά εις το στερέωμα, με άρρητον γαλήνην και θειότητα.

Και λοιπόν κάλλιστα γνωρίζω, Σωκράτη μου, ότι δι' όλους αυτό είναι ωραίον, το οποίον είπα εγώ, και αυτό θα νομίζεται. Σωκράτης. Α λοιπόν θα είναι και εις το μέλλον αυτό; θα ειπή. Διότι βεβαίως το ωραίον είναι πάντοτε ωραίον. Ιππίας. Βεβαιότατα. Σωκράτης. Τότε λοιπόν ήτο και προηγουμένως; θα ειπή. Ιππίας. Ήτο βέβαια. Σωκράτης.

Πάει ν' αγοράση ψωμιά, απήντα ο μπάρμπ’-Αλέξης· τώρα τον περιμένω να γυρίση. Κ' ενώ έλεγεν ότι τον περιμένει, εξηκολούθει ουδέν ήττον να πλέη. Οι επιστάται των λιμένων, οι υγειονομικοί φυλακές και οι τελωνοσταθμάρχαι, ήσαν τα φόβητρα του μπάρμπ’-Αλέξη. Επαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εις τον υγειονομικόν ή λιμενικόν σταθμόν «διά να βγάλη τα χαρτιά». — Ποιος είν' ο σύντροφός σου;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν