Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπό μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Νακούσης τα λόγια μου και να κάνης αυτό το μυστήριο. Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο. Η γυναίκα του απ' το άλλο μέρος τον έτρωγε: — Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσης.
Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά. Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει.
— Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρύο νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.
Διά τούτο ευθύς ως η κόρη ανέφερε τον πατέρα της, επωφελήθην την περίστασιν να τρέψω τον λόγον εις αυτόν, μεταβάλλων ανεπαισθήτως το θέμα μας. — Και ο πατήρ σου, είπον, φαίνεται ότι αγαπά πολύ την ποίησιν. Χωρίς άλλο θα έχη αναγνώση πολλούς ποιητάς. Ορίστε; — Ω, βέβαια! είπεν η κόρη, πολλούς πάρα πολλούς. Και ανέγνωσεν εις πολλάς γλώσσας, ως και εις την σανσκριτικήν.
Δε μου λες εδώ είντα σου κτύπησε κιαφήκες την Πηγή και κυνηγάς άλλες και πότε τη μια ξανοίγεις, πότε την άλλη; — Κι' άμ' είντα θες, να σφαλίζω τα μάτια μου να μην τσι ξανοίγω; είπεν ο Μανώλη; με μειδίαμα, αλλά χωρίς να υψώση το βλέμμα. Το μειδίαμα εκείνο έκαμεν εις τον Σαϊτονικολήν εντύπωσιν αυθαδείας. — Οντέ σου μιλώ εγώ, ανεφώνησε, να μη γελάς· ορίστε το γάιδαρο!
Ορίστε; Τι καλά! Τι ωραία! θα πετάξω από την χαράν μου! Και επί του τόπου τούτου εξηκολούθησεν η νεάνις να ομιλή και να γελά, επιμένουσα προφανώς να φαιδρύνη την απηλπισμένην όψιν μου. Αλλ' όταν είδεν ότι αι προσπάθειαί της απετύγχανον: — Ω! είπε, χαμηλή τη φωνή και συνωφρυωμένη. — Εσύ κλαίεις, και εγώ αστεΐζομαι! Ανόητη που είμαι! Αλλά θα συναντηθώμεν πάλιν.
— Είνε και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπεν ο ελληνοδιδάσκάλος, όστις ενώ το πρωί επεδείκνυεν αμεροληψίαν, έως την εσπέραν είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθή υπέρ των Χαλασοχώρηδων. — Δεν είνε άλλοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είνε, ο κύριος πρόεδρος ας κάμη το χρέος του, και ας διατάξη τον τελάλη να φωνάξη τρεις φοραίς, πριν κλείσωμε της κασσέλαις. Ορίστε, κύριε πρόεδρε.
Τονέ λάτρευε ο λαός σαν πατέρα του. Όχι μονάχα εξαιτίας που άκουγε την αλήθεια από το θείο του στόμα, και που έβρισκε κάποια πόρεψη με τα ψυχικά που έγινε αφορμή ο Χρυσόστομος και του μοίραζαν κάμποσοι πλούσιοι, μα κ' εξαιτίας τις κοινωνιστικές του ιδέες. Κι ορίστε λοιπόν που μήτε ο Κοινωνισμός δεν είναι όλως διόλου καινούριο πράμα!
— Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει.
Πού ηκούσθη να θέση τις ολόκληρον παλάτιον εις την διάθεσιν Έλληνος λογίου, μόνον και μόνον διότι είναι ποιητής; Αλήθεια ότι το παλάτιον ευρίσκεται εις τας Ινδίας, ότι ο Έλλην ποιητής θα εποχήται όχι επί της οδού Πατησίων, αλλά παρά τον Γάγγην. Τούτο όμως δεν μεταβάλλει τίποτε. Διότι και εν Αθήναις αν έζη ο πατήρ σου θα έκαμνε το ίδιον. Ορίστε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν