Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Αυτά είνε διά τους πατέρας τα θανάσιμα τραύματα, αυτά είνε τα ξίφη τα οποία πρέπει να μεταχειρίζωνται οι δίκαιοι τυραννοκτόνοι και τοιούτος πρέπει να είνε ο θάνατος των ωμών τυράννων, τοιαύτη η τιμωρία η αρμόζουσα εις τόσα εγκλήματα. Το ναποθάνη ευθύς και ναγνοή, να μη ίδη κανέν τοιούτον θέαμα, δεν είνε τιμωρία αξία δι' ένα τύραννον.

Ναποθάνη και να νομίζη πως δεν την αγαπώ, πως τη σιχάθηκα και τη μίσησα ίσως; Δε θα τονε προτιμότερο ναποθάνω κεγώ μαζή της; Ναποθάνη και να μη τη ξαναϊδώ σ' αυτόν τον κόσμο!... Μα ήτο τόσο βέβαιον, ήτο άφευκτο ναποθάνη; Η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο που μαζευόταν στην καρδιά μου κιαναδημιουργούσε την αγάπη μου, μια νέα αγάπη προς τη ψυχή από τη ψυχή.

Ήθελε να την κάμη την Αλεξάντρεια Πρωτεύουσα της σοφιστικής Ρωμιοσύνης, καθώς έκαμε ο Κωσταντίνος το Βυζάντιο Πρωτεύουσα της Ρωμιοσύνης της πολιτικής. Έτυχε ως τόσο εκείνο το χρόνο απάνω ναποθάνη ο Μητροπολίτης ο Αλέξαντρος. Και ψυχορραγώντας ο γέρος διόρισε διάδοχο του το γνωστό μας Αθανάσιο.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε. — Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά.

Άλλος ακόμα πιο θλιβερός ασιατισμός του είταν το χτίσιμο του τάφου του, ζώντας ακόμα, μέσα στο Ναό των Άγιων Αποστόλων, καταμεσή στα δώδεκα κενοτάφια που είχε στημένα τω δώδεκα μαθητών του Χριστού! Ως και λόγους πανηγυρικούς πρόσταζε και τούβγαζαν τότες. Τόθελε, ως φαίνεται, και καλά ναποθάνη πριν την ώρα του.

Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη; — Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος. — Μα σα θέλει ο Θεός; — Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος... — Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε... — Ποιος σου τώπε; — Εγώ κατέω ποιος μου τώπε. — Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν