Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Και κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα.
Προς συμπλήρωσιν της περιγραφής της αρκεί να προσθέσω ότι τας περιζητήτους υπό των αρχαίων ομοιότητας της γυναικός προς γαλήν δεν είχεν η Λάμια παρά μίαν, όχι βεβαίως την ευκαμψίαν, την λειότητα, την χάριν ή το ρόδινον χρώμα του χείλους, αλλά μόνον ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ' ήτο χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήο.
Αλλ' ούτε καν εμειδία ούτος ή επρόσεχεν ότε, κατά την διάβασίν του, οι τοιούτοι ευφυολόγοι εψιθύριζον το του Ευαγγελίου: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία.» Και προφέροντες την λέξιν Ενός έστρηβον τον μύστακα ή έτριβον τας οφρύς.
Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, στρίβων τον μύστακά του τον λευκόν, έπαυσε πλέον να ωτακουστή προς την πρύμνην, και ήρχισεν ανέτως τώρα τακτικώτερον να διευθύνη την φαιδράν του πληρώματος αγρυπνίαν.
Μόλις εκάθησε παρά την πρύμνην, με την σκούφιαν του, ίσα με το αυτί, με τον στριμμένον μύστακά του, με τα τουζλούκια του, εις μέρος όπου &εδιαναστούσεν& η βάρκα, και όπου ο μπάρμπ’-Αλέξης είχε &διπλαρώσει& την βάρκαν επίτηδες, διά να τον παραλάβη, και αμέσως, πριν λύση ο ναύτης το απόγεια, πριν η λέμβος σαλεύση ακόμη, διότι ήτο γαλήνη, ο επιβάτης ήρχισε να πιάνεται από τον σκαλμόν, από την κωπαστήν, από τον ώμον του μπάρμπ’-Αλέξη, απ' ό,τι εύρισκεν.
Αν και είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της μόλις τριακοντούτις· διό πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα-Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν. — Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ!
Μόνον όσα του είπε διά το μουστάκι αφήκαν μίαν επίμονον κηλίδα. Οι λόγοι της επανήρχοντο επιμόνως εις το πνεύμα του· και, ψηλαφών τον μόλις φυόμενον μύστακά του, εσκέπτετο ότι ίσως τωόντι ήτο αταίριαστον εις μίαν γυναίκα να έχη τοιούτον τρίχωμα, έστω και τόσον αδιόρατον, επί του χείλους της. Αλλ' η σκέψις αύτη διήγειρεν εις την ψυχήν του μάλλον αγανάκτησιν κατά της χήρας.
Με παρεκάλεσε τόσον πολύ . . . . απαντά δειλώς, μ' όλον αυτής τον μύστακα, η Κυρία Πηνελόπη· προσθέτει δε αμέσως, βλέπουσα δυσαρέστως μορφάζον το πρόσωπον του συζύγου της· — Της εκράτησα από τον μισθόν της τα τρία φράγκα. — Δεν έπρεπε να της την δώσης· ας ήνε. Αυτό είνε τύχη, και την τύχην του κανείς δεν την πουλεί, ούτε την χαρίζει.
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμαίς πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή, ισταμένη παρά την θύραν.
Ο Μωάμεθ, όστις έκαμνε νόμους και προσταγάς του αγγέλου Γαβριήλ τας αδυναμίας και τα ελαττώματά του, παρήγγειλεν εις τους οπαδούς του να βάφωνται «διά να φαίνωνται φοβεροί εις τους απίστους». Πολλοί μάλιστα των Τούρκων βάφουν τον μύστακά των πριν αρχίση να λευκαίνεται. — Έτσι δεν θα εννοήσω ότι ήρχισα να γηράσκω, μου είπε ποτέ είς εξ αυτών, και δεν θα στενοχωρηθώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν