United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρί-σείς, κορίτσια, τι κάνετε: Είπε τας ημέρας εκείνας η φίλη των γειτόνισσα με το ξηρόν πρόσωπόν της και την πλέον ξηράν ομιλίαν της. Αι ωραίαι νεάνιδες ανεβασμέναι επί κλιμάκων «ξεκλάδωνον» το καματερόν.

Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν. Τα κορίτσια εγέλασαν. Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου. Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως.

Ο χορός έγινε μίαν εσπέραν εορτής, εις το επάνω μέρος του χωρίου, και συνεκέντρωσε τους περισσοτέρους νέους και τα κορίτσια του χωριού εις έν από τα ευρυχωρότερα σπίτια. Εκτός της Μαργής έλειψε και η Πηγή. Τι ήθελεν αυτή η πολυπικραμένη μέσα εις τοιαύτην χαράν; Ο κύκλος των χορευόντων ήτο ευρύτατος· πολλοί δε άλλοι καθήμενοι και ιστάμενοι γύρω ανέμεναν σειράν.

Η μανία κάθε μπουζουκτζή είνε ν' ανοίγουν τα παράθυρα τη νύχτα τα κορίτσια και να τον αφογκράζουνται, να τον ακούνε.

Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής. Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων, γευματιζουσών: — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε! Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη συλλογή: — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα!

Και ούτως η γραία απέθανεν ευχαριστημένη, αλλάξασα ιδέαν και λέγουσα ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να βιάζωνται. Όποιος βιάζεται, μένει 'πίσω! Και η κόρη της με τον κυρ-Μανωλάκη επήγεν εμπρός. Ο κυρ Μανωλάκης διά των κτημάτων του και της οικονομίας του είχε σχηματίσει καλήν περιουσίαν.

Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε . . . Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές! . . . Καλά που είναι γλυκό το νερό . . . Πού είναι ο άντρας σου, Χριστιανή μου;. . . Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας; Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον εληώνα . . . Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή! . . .

Όταν έφθασε, είπε τα μαντάτα στα δύο κορίτσια, στην Σοφίαν την νεαράν χήραν, και την Λουκρητίαν την νεαράν αδελφήν της· κ' αι δύο χαριτωμέναι κόραι τον εκράτησαν διά συντροφιάν, να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην, εις τον μύλον μαζί τους, διά συντροφιάν και παρηγοριάν. Από μύλον εις μύλον είχεν εκδουλεύσεις ο Σταμάτης. Η Σοφία είχεν υπανδρευθή μόλις προ τριών ετών, όταν ήτο δεκαοκτώ χρόνων.

Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκαεγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.

Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!