Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Αφού μας διηγήθη ο αυθέντης του πώς έτυχε να τον εύρη χειμερινήν τινα νύκτα εις τον δρόμον άστεγον και πειναλέον, απετάθη έπειτα προς αυτόν: Θωμά, είπε, διηγήσου εις τους κυρίους τις ήτο ο πρώτος σου αυθέντης και διατί σ' έρριψεν εις τον δρόμον.

Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλεξάνδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα.

ΤΟΥΑΝΕΤΑ Για τον απλούστατο λόγο, ότι η κόρη σας δε θα στέρξη ποτέ σ' αυτόν. ΑΡΓΓΑΝ Δε θα στέρξη ποτέ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι. ΑΡΓΓΑΝ Η κόρη μου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Η κόρη σας· θα σας πη ότι δεν έχει να κάνη τίποτα με τον κύριο Διαφουαρούς, ούτε με το γυιό του Θωμά Διαφουαρούς, ούτε με όλους τους Διαφουαρούς του κόσμου.

Εξ αιτίας αυτής είχε μπλέξει με τον Τερερέν· εξ αιτίας αυτής του είχαν βγάλει παρανόμια και τον εφώναζαν Πατούχα και τα παιδιά ακόμη ... Απεφάσισε να μην επανίδη την Πηγήν και ετήρησε την απόφασίν του. Έπαυσε να διέρχεται προ της οικίας του Θωμά.

Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.

Μόλις εχωρίσθη από την Ζερβούδαιναν, ανεφάνη η Πηγή και την εξετόπισεν. Αντί της ψυχράς και ξιππασμένης Μαργής, η κόρη του Θωμά ενεφανίσθη εις τους διαλογισμούς του ταπεινή, λυπημένη και ικετευτική.

Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν. Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη. Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου.

Καλή σπέρα, σύντεκνε Θωμά, του εφώναξεν ο Σαϊτονικολής σταματήσας να τον περιμένη. Ίσα ίσα που σε 'θελα να μιλήσωμε. Ο Θωμάς, άλλοτε εύπορος, είχε χάσει όλην σχεδόν την περιουσίαν του εις ατυχείς μισθώσεις μουκατάδων, ως ελέγοντο αι φορολογικαί περιφέρειαι εις τας οποίας ήτο διηρημένη η νήσος. Η ατυχία δε μετά της ηλικίας είχαν εντείνει την φυσικήν του τραχύτητα μέχρι μισανθρωπίας.

Αυτή 'νε και στη χώρα μαθημένη κεμάς το παιδί μας είνε βοσκός, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Και πότε θαρθή, λέει, αυτή η σουρλάντα απού τη χώρα; — Σένα δυο μήνες, λέει. — Ας είνε, ο Μανώλης θα πάρη το Πηγιό. Τελειωμένη δουλειά, είπεν ο Σαϊτονικολής. Η συγκατάθεσις του Θωμά, του πατρός της Πηγής, ηδύνατο να θεωρηθή εκ των προτέρων βεβαία.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν