United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλαί δε εκενώθησαν και φιάλαι μαλβασίας και καμπανίτου εις υγείαν του Θωμά, όστις ηυχαρίστει υποκλινόμενος και αντέπινε σουμάδαν, την οποίαν είχε την αδυναμίαν να προτιμά παντός άλλου ποτού. Κατά την ώραν της αναχωρήσεως επρόπεμψε μέχρι της κλίμακος πάντας τους τιμήσαντας την εορτήν, σφίξας την χείρα των κυρίων ως άγγλος ευπατρίδης και ασπασθείς την των δεσποινών ως γάλλος ιππότης.

Τόσον εταράχθη, ώστε χωρίς να το εννοήση εισήλθεν εις την οδόν η οποία διήρχετο προ της οικίας του Θωμά. Έτος ολόκληρον είχε να περάση από τον δρόμον εκείνον.

Όταν δεν πήγαινα κυνήγι με τους ξαδέρφους μου, έκανα διάφορα παιγνίδια αθλητικά με τους πολλούς φίλους που απόκτησα στον Άγιο Θωμά. Εκεί γνώρισα και το καρτέρι του λαγού· κέτσι έκαμα τη μεγαλείτερή μου κυνηγετική επιτυχία· μια νύχτα σκότωσα λαγό. Στη Μεσαρά χόρτασα να βλέπω κι άλογα, πούσαν πολύ σπάνια στ' ορεινό μας χωριό. Ίση δε και μάλιστα μεγαλείτερη από το κυνήγι ηδονή μούδιδε η ιππασία.

Όπως ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, δεν ενθυμούμαι, είχεν επιγράψη επί της εισόδου της σχολής αυτού: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω», ούτω και ο βαρώνος απέκλειε της αιθούσης του πάσαν ασχημομούραν, έστω και αν ήτο απόγονος των Μεδίκων. Και τοιαύται μεν ήσαν του Θωμά αι διασκεδάσεις, η δε εργασία του ήτο, ως ήδη είπομεν, η ακριβής εκτέλεσις των καθηκόντων του βιβλιοφύλακος.

Εγώ τελειωτικό λόγο δεν ήδωκα με το Θωμά· και σα δε θες την κοπελιά, να του πω να τη δώση του Τερερέ απού τήνε θέλει και την εζήτηξε κιόλας. Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' εξηκολούθησε να σιωπά. — Να του 'πω του Θωμά πως δεν τη θες την Πηγή και να τήνε δώση του Τερερέ; ηρώτησε και πάλιν ο Σαϊτονικολής εντονώτερα. Ιδρώς αγωνίας εφάνη εις του Μανώλη το μέτωπον, μέχρι του οποίου είχε φθάσει το ερύθημα.

Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλη, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψη το γυιό του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλη καμμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώση λόγο να πάρη την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε ... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.