United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως νομοθετική δύναμις ούτος οδηγεί και φωτίζει την βούλησιν, ήτοι την προς το αγαθόν προσπάθειαν, ης κατωτάτη μορφή είναι η ορμή, υψίστη δε η λογική όρεξις. Η όρεξις περιέχει αίρεσιν ή φυγήν, το αντικείμενον δ' αυτής είναι το ελατήριον της πράξεως. Αλλ' όπως μόνος ο λόγος δεν γεννά πράξιν, ούτως η επιθυμία μόνη δεν είναι λογική και ηθική.

Το δε μέγιστον των χαρισμάτων όσα διεφυλάξαμεν μετά την πτώσιν ή μάλλον απεκτήσαμεν δι' αυτής, διότι πρότερον μας ήτο, νομίζω περιττόν, είναι η δύναμις εκείνη της ψυχής, την οποίαν ονομάζομεν συνείδησιν και δι' ης διακρίνομεν το καλόν από του κακού αγαπώντες το πρώτον και το δεύτερον μισούντες.

Η θεια- Σειραϊνώ τον επερίμενεν αργά, έως τα μεσάνυκτα, και ηρώτα όλας τας γυναίκας της γειτονιάς εάν τον είδαν. Αλλά μάτην. Ο Πάπος δεν ήλθεν. Επί της ερήμου ακτής, επί της προβλήτος άκρας, εξ ης σχηματίζεται ο λιμήν έν μίλιον αντικρύ της πολίχνης, ενύκτωνεν ήδη και κάτι ζωντανόν εσάλευεν εκεί, πλησίον εις μίαν σπηλιάν, κάτω από ένα υψηλόν απόκρημνον βράχον.

— «Ούτε πουλί πετάμενοΗκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο.

Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων.

Ιερά γοητεία τους εκυρίευε, καθ' ης ν' αντισταθώσι δεν ίσχυον· δύναμις απείρως ανωτέρα της ιδικής των εμηδένιζε την ρώμην των και παρέλυε την θέλησίν των.

Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ' ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.

Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.

Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!

Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν. — Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.