United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Ιησούς, άμα εισελθών, ευρέθη, ουχί εν μέσω τελωνών και αμαρτωλών, όπου θα ηδύνατο να διδάξη και να μαλάξη και να ευεργετήση, ουχί μεταξύ των πτωχών προς ους θα ηδύνατο να κηρύξη την βασιλείαν των ουρανών, ουχί μεταξύ φίλων και μαθητών οίτινες ηκροώντο μετά φιλοστόργου σεβασμού τους λόγους Του, αλλ' εν μέσω σκληρών, απειλητικών όψεων, εν μέσω των μορφασμών και της χλεύης φανερών εχθρών.

Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.

Έμενεν εκτεθειμένος αις τα σκώμματα χυδαίων ή μωρών, ους, εάν ηδύνατο ν' απαντήση, θ' αποσβόλωνε διά μιας λέξεως. Ο πιστός φίλος του κ. Εμμανουήλ Βουτσινάς μοι έλεγε ότι από της παιδικής του ηλικίας ο Μανώλης ήτο λίαν ευαίσθητος εις τα σκληρά αστεία των συμμαθητών του.

— Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι.

Ο Πλήθων εξηκολούθει να πιστεύη ότι η Αϊμά ήτο ευτυχής μέλλουσα να νυμφευθή τον Μάχτον. Αλλ' όμως η ψυχρότης, ήτις εδείκνυεν επιμόνως η νεάνις, ήρχισε να εμπνέη αυτώ αμφιβολίας. Ο Πλήθων δεν επεθύμει βεβαίως κατά προτίμησιν τον γάμον τούτον. Ηδύνατο να εκδώση την Αϊμάν εις πλουσιώτερον και επιφανέστερον σύζυγον, και ευκόλως εύρισκε τοιούτον.

Αλλ' αντί να ελαύνη προς την ξηράν, εχαμήλωσε την ράχιν του, έκρυψε την κεφαλήν του εντός του κύτους, γενόμενος αόρατος από της ακτής, και με τας χείρας ή με τους πόδας, όπως ηδύνατο, ήρχισε να ελαύνη προς το πέλαγος. Οι δύο από της ξηράς, ιδόντες τον δόλον, ήρχισαν να τον καταρώνται και να τον υβρίζωσι με τα φαυλώτατα των επιθέτων. Αλλ' ο μπάρμπ’-Αλέξης ηδιαφόρει.

Δι' εμέ η μόνη θεότης είσαι συ· Ήθελα να περιπτυχθώ τους πόδας σου, να σου δώσω όλην την λατρείαν μου . . . Εις σε, ω τρις θεσπεσία! δεν ηξεύρεις, δεν δύνασαι να ηξεύρης μέχρι ποίου βαθμού σε αγαπώ . . . Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις την Λίγειαν ως βλασφημία και όμως δεν ηδύνατο να μη έχη οίκτον προς αυτόν και τους πόνους του.

Είντα 'νεέλεγεν ο Αστρονόμος μετά τινας μήνας εις μίαν εύθυμον αποσπερίδα, εις την οποίαν επροτείνοντο αινίγματα. Και κανείς δεν ηδύνατο να λύση το πρωτάκουστον αίνιγμα, ο δε Αστρονόμος επέμενε να ερωτά. — Ανέν το βρήτε είντά 'νε. Επί τέλους η Σπυριδολενιά ανεφώνησεν: — Εγώ το βρήκα ... .Ο Πατούχας! — Μπράβο, Λενιώ, της είπεν ο Αστρονόμος.

Η νουθεσία αύτη συνίστατο εις την βαθείαν υποψίαν, το ισχυρόν προαίσθημα, το οποίον εδέσποζεν αυτού, καθώς προσέβλεπεν εις τον κύπτοντα και σιωπώντα δεσμώτην. Αλλά τώρα ήλθε και δευτέρα νουθεσία, ήτις εις συνήθη Ρωμαίον, και Ρωμαίον ενθυμούμενον τον φόνον του Καίσαρος και το όνειρον της Καλαυορνίας, θα ηδύνατο να φανή απαισία άμα και θεόπεμπτος.

Καβούρια και χέλια μικρά θα ηδύνατο να ψαρεύση εκεί την ημέραν ευκαιρών άνθρωπος. Τα δένδρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις εκεί την νύκτα, και ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων, και καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, διά να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου.