Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος. Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία, Και σε όμοια αδημονία, Βλέποντάς τον σταματάει, Φιλικά τον χαιρετάει· Και στην πρώτη αντάμοσί του Με μια κάπια αλαφροσί τους, Σαν ομιοπαθείς κι' οι διό τους Μολογάν το βασανό τους.

Χαρά την είχαν τα βουνά, τρανό καμάρι οι κάμποι, Τα δάση στόλισμα ακριβό, κρυφή 'περφάνεια η βρύσαις, Αγάπη οι αητοί, και τα πουλιά της ερημιάς τραγούδι. Κι' ανέβαινε ψηλούς γκρεμούς, διάβαινε μονοπάτια.

Συχνότερα τώρα προσεύχεται εις τον μικρόν τάφον του προσφιλούς θυγατρίου του και ο γνωστός γέρων φύλαξ συγκινείται βλέπων την απέραντον θλίψιν εκείνην. Παρήλθον ούτω τρία έτη· τρία ολόκληρα έτη ερημίας, μονώσεως βασανιστικής. Η λύπη του Κλέωνος δεν κατηυνάσθη· φαίνεται όμως ήρεμος. Εκτελεί θρησκευτικώς τα καθήκοντά του, αλλ' είνε καρδία νεκρά πλέον, είνε σώμα, νομίζεις, άψυχον.

Παλάτιον της ερημίας και της σιγής, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, επάνω του οποίου ήτο κτισμένον ποτέ το παλαιόν, το κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον.

Κ' εγώ θα να σου πάρω Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι, Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα! Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα, Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες, Για να με πάρουντο χορό, για να μου ειπούν τραγούδια, Και για να παίξουμε μαζή.

Πρώτον μεν αγαπούσαν και εφέροντο ως φίλοι μεταξύ των ένεκα της ερημίας, έπειτα δεν ήτο περιζήτητος η τροφή των με κινδύνους. Διότι δεν υπήρχε έλλειψις βοσκής, εκτός ίσως εις ολίγους εις την αρχήν, η οποία βεβαίως ήτο ο κυριότερος πόρος της ζωής των την εποχήν εκείνην.

Και 'ςτα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'ςτα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Αράδιασε πολλά από τα θαύματά της, ο ηγούμενος, είπε και για τα νταραβέρια του μοναστηριού, μου μέτρησε τους καλογέρους του και καλός, χαμογελώντας, γλυκός και καλοΐσκιοτος μ' όλο το πάχος του, μου ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή του μοναστηριού, της ερημιάς και του βουνού.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν