Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Εμπρός του, κάτω από την τράπεζαν, έβαλε τον σάκκον με το δέρμα· επειδή δε το ψωμί και το τυρί δεν του ήρεσαν, επατούσε από το κακόν του τον σάκκον, και το δέρμα έτριζε μέσα. — Τι έχεις μέσα εις τον σάκκον σου; ηρώτησεν ο γεωργός. — Έχω μίαν μάγισσαν, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος· και μου λέγει να μη τρώγωμεν ψωμί και τυρί, και ότι αυτή μας γεμίζει τον φούρνον με ψητόν και με ψάρι και με πήταν.
Ύστερα, επειδή έβλεπε καμπόσες γυναίκες, οπού αυτή της είχε για κλεφτρίνες και για «παστρικές», να έρχωνται κοντά στο στασίδι που ακουμπούσε, και να κάνουν μακρινούς σταυρούς και στρωτές μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, και δεν επατούσε πλια στην Εκκλησιά, για καμπόσον καιρό.
Αλλ' υπό ποίας περιστάσεις είχον αποθάνει οι γονείς του, τούτο θα διηγηθώμεν τώρα. Κατά την εποχήν του τρυγητού η ατυχής μάνα του, όταν αυτός ήτο νήπιον, επνίγη εντός της καρούτας όπου επατούσε τα σταφύλια. Η καρούτα, ξυλίνη, ήτο τεραστία, χωρούσα στέμφυλα περί τα εκατόν φορτώματα, ισοδυναμούντα σχεδόν με άλλας τόσας βαρέλας μούστου.
Εκ των συχνών αναγκαστικών λουτρών εν τη ειρκτή και των άλλων μαρτυρίων εν τοιαύταις ώραις έπαθεν εκ χρονίων ρευματισμών κ' εξήλθεν εις την πατρίδα του ως γέρων κυφός και πιασμένος, ο ανδρείος εκείνος καπετάν-Θοδωρής, όστις επατούσε κ' εσείετο η γη, όταν τον είδεν η ωραία Γερακούλα και τον ηγάπησε. Μόλις δύο έτη μετά ταύτα ήρχισε να βαδίζη κάπως ελευθερώτερον, πλην δεν ήτο πλέον δι' εργασίαν.
Το μονοπάτι των βράχων ήτο στενόν, μάλιστα σχεδόν δεν υπήρχε μονοπάτι, αλλά στενότατον πεζούλι κατά μήκος της χαινούσης αβύσσου. Η χιών, που εξετείνετο εδώ, ήτο μισολυωμένη, το πέτρωμα εθρύπτετο, άμα το επατούσε κανείς, γι' αυτό ο θείος εξηπλώθη χάμω και εσύρετο σκαρφαλωτά προς τα επάνω.
Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.
ΦΡΑΓΚ. Κύριε, μπορεί να ζη· Τον είδα να κτυπάη ταφρισμένα νερά, τάχε αποκάτου, και τα κυρίευε· τη θάλασσα επατούσε, σπρώχνοντας από κοντά του την έχθρα της, με τα στήθια κατά τον αφρό, που τον απαντούσε ολοφούσκωτος· την άφοβη κεφαλή του εβαστούσε αποπάνου από τα ωργισμένα κύματα, και με τα χέρια του, καλά κουπιά, ανδρειωμένα λαμνοκοπούσε πάντα κατά τη στερηά, η οποία έγερνε απάνου στα γλειμμένα θεμέλια της, ωσάν να έσκυφτε για να τον βοηθήση.
Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν νωθρότητα και με πολλήν ανίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν