United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού δε ενίκησε και τον ελεεινόν εκείνον Δαρείον εις τον Ισσόν και τα Άρβηλα κατετρόπωσε, απαρνηθείς τα πάτρια ήθη, είχε την αξίωσιν να προσκυνήται και τα ήθη των Μήδων προσέλαβε και εφόνευε τους φίλους του κατά τα συμπόσια και μόνος εξετέλει τας θανατικάς του καταδίκας.

Μετ' ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κ' εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας είξευρε και ησχολείτο να κάμη την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέση εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθή κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν' αρμενίση τις τόσην θάλασσαν διά να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εξήρε δε την διδασκαλίαν ταύτην διά της ωραίας παραβολής του δούλου, όστις, ενώ ο βασιλεύς του τού εχάρισε μύρια τάλαντα, ευθύς ύστερον συνέλαβε τον σύνδουλόν του από του λαιμού, και δεν ήθελε να χαρίση ελεεινόν μικρόν χρέος εκατόν δηναρίων, ποσόν 1,250,000 μικρότερον από εκείνο το οποίον είχεν αφεθή εις αυτόν.

Καλότυχον μαχαίρι, χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω! Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε, και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον. Τι θέαμα ελεεινόν!

Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην, ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον! Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου. Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε! Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου. Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου!

Τότε αυτός ο Κατής δεν ημπόρεσε να ιδή ένα τέτοιο τέρας χωρίς να του κάμη τρόμον, όθεν την εξανασκέπασεν ευθύς με το πανί, και λέγει των βαστάζων· τι θέλετε εσείς να κάμω ετούτο το ελεεινόν θέαμα, ω ζώα; Αυθέντη, του απεκρίθησαν οι βαστάζοι, αυτή είνε η θυγατέρα του Ουστά Ομάρ, βαφιά, ο οποίος μας είπεν ότι την εστεφανώθης από αγάπην και μας την έδωσε διά να σου την φέρωμε.

Και όμως ανωτέρα τις και ακαταμάχητος δύναμις μ' εκράτει ακίνητον επί του εδάφους, όπου διεδραματίζετο το ελεεινόν θέαμα. Ο διάλογος ανεξάντλητος.

Και όταν συνήλθα εις τον εαυτόν μου από τον φόβον· ω ελεεινόν θέαμα! βλέπω την βασιλοπούλαν εκείνην κατά γης ριγμένην, γυμνήν, πληγωμένην, κλαίουσαν, σχεδόν ημιθανή από τον δαρμόν. Τότε της λέγει το Τελώνιον· ιδού ο αγαπητικός σου, δεν είνε αυτός; ειπέ μου· αυτή γυρίζουσα προς με τα μάτια της, του λέγει· δεν γνωρίζω, ποτέ δεν τον είδα εκτός εις ταύτην την στιγμήν.

Επειδή δε η διάβασις έμελλε να γένη από μίαν ξυλίνην γέφυραν, οι ιππείς θέλοντες να προλάβωσι διά να μην τύχη και την πιάσωσιν οι εχθροί και επομένως βλαφθώσι, μη ούσης άλλης διαβάσεως δι' αυτούς, ετάχυνον τον δρόμον των. Τούτο έδωκεν αιτίαν εις τους πεζούς να τρέχωσι μ' όλας τας δυνάμεις των διά να μην μείνωσιν οπίσω και ηύξησαν εις τον ανώτατον βαθμόν τον θόρυβον. Ελεεινόν θέαμα!

Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της: — Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός, γυμνός σαν άνθρωπος! Τότε είπον κατ' εμαυτόν: — Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν πετεινός!