Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Τα σαλβάρια του ήσαν από γαλάζια τσόχα, στο κεφάλι φορούσε σαρίκι άσπρο και στη μέση του είχε μπιστόλες και γιαταγάνι. Ο Μόχογλους ήτο, ως είπαμεν, ο Αγάς, δηλαδή ο τιμαριούχος του Μοχού και της περιοχής του.
Αντίκρυ του, σαν όμορφο Άγαλμα του Φειδίου, Καθόντανε σε μάρμαρο Εκείνος ο μεγάλος Της Αλαμάνας ήρωας, 'Σαν Λεωνίδας άλλος, Ο Διάκος, ο καταστροφεύς Κ' εχθρός του Κορανίου. Κυττάζει όλους μια φορά Μ' αστραπηβόλα μάτια, Και με μια σοβαρότητα. Το ζέρβιο χέρι βάνει Μες το ζερβί του το πλευρό. Βγάζει το γιαταγάνι, Και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε; « Γίνηκε δυο κομμάτια»
« Ήλθε καιρός να πάρωμε «'Σ την πλάτη το τουφέκι, » Και γιαταγάνι 'ς το πλευρό, » Πιστόλια 'ς το σελιάχι, » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά... » Πού ξέρουμε τι θάχη » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά, » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει.»
Από την ρόκα ήρπαζε το καρυοφύλλι και από τ' αδράχτι το γιαταγάνι, μεθ' όσης ευκολίας δόκιμος μουσικός αλλάζει τον ταμπουρά με την φλογέραν. Το αίμα δεν την εφόβιζε καθόλου· οι βόγγοι και οι δαρμοί των πληγομένων δεν την συνεκίνουν· τα πτώματα, αν ήσαν εχθρών, ήσαν σεβαστά μόνον καθό ακίνδυνα πλέον κ' έτοιμα διά την φθοράν· αν ήσαν φίλων, ήσαν άξια θρήνων και τιμητικής ταφής.
Ο Ζάχος διεκρίνετο μεταξύ των πρώτων εις την συμπλοκήν. Κενώσας το καρυοφύλλι του, το εκρέμασεν εις τον ώμον και φέρων εις την δεξιάν χείρα το γιαταγάνι εις δε την αριστεράν προτεταμένην ασημοπιστόλαν επροχώρει εν μέσω του εχθρού, κτυπών πανταχού και σφάζων.
Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτως — είχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατον — βλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.
Η μάγισσα! . . . Και θα πήγαινε να την κόψη με το κλέφτικο γιαταγάνι του, εσκέπτετο· αλλά δύο ημέρας προτήτερα την είχε κόψει ο θάνατος, ένας πολύ κακός θάνατος, μαγίσσης θάνατος. Και μετά μικράν έκθαμβον σιγήν εψιθύρισε: Θάνατος αμαρτωλών πονηρός! Και εφίλησε την επιστολήν του υιού του σταυροκοπούμενος.
Επιθυμών δε να διορθώση την έλλειψιν των Ελλήνων, διά να μην αφήση να ταπεινωθή το πνεύμα των, καθ' ην στιγμήν μάλιστα ετοιμάζετο εις νέον και μέγαν αγώνα, πηδά εις τον ίππον του και τρέχει ο ίδιος κατά των εχθρών, λαβών εις την χείρα του έν γιαταγάνι από τινα των παρατυχόντων .
Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του. — Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν. Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων. — Το πότισαν το παιδί μου!
« Αυτό το γιαταγάνι μου, » Κι' αυτό το τσακισμένο » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν » Πάντα το θάνατό μου, » Το θάνατό μου το σκληρό, » Και το μαρτύριό μου » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο, » Το τόσο δοξασμένο.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν