Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων, άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς βρύσις κατακλύζουσα την οδόν.

Τώρα εις τα εγκόσμια ουσίαν δεν ευρίσκω· τα πάντα μάταια· νεκρά και η χαρά κ' η δόξα· 'πάγει ο οίνος της ζωήςτο καταπάτι μένει, του πίθου μόνον καύχημα εις το εξής . ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ Τι τρέχει; Ποιος εκακόπαθε; ΜΑΚΒΕΘ Εσύ! Εσύ, και δεν το 'ξεύρεις. Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύσις, εστείρευσεν! Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου! ΜΑΚΔΩΦ Τον Δώγκαν, τον πατέρα σου τον 'σκότωσαν!

Τέλος, αφού και το τελευταίον επιχείρημα δεν έπειθε την οικοδέσποιναν, η γραία μετέπιπτεν από των λοιδοριών εις τας αράς και βλασφημίας, ων ο χείμαρρος έρρεε τόσον προχείρως και δαψιλώς από του λάρυγγος αυτής, όσον και η βρύσις των φιλοφρονήσεων και των θωπευμάτων.

Μία δε βρύσις υπήρχεν εις τον τόπον που είναι η ακρόπολις, η οποία, αφ' ού εστείρευσεν από τους σεισμούς, έχει αφήση να τρέχουν τώρα ολόγυρα μικρά ρυάκια, εις όλους δε τους τότε επρομήθευεν άφθονον τρεχούμενον νερόν το οποίον ήτο εξίσου υγιεινόν και τον χειμώνα και το καλοκαίρι.

Αμέσως προ του χωρίου, παραδείγματος χάριν, υπάρχει μία βρύσις, με την οποίαν είμαι συνδεδεμένος, ως η Μελουσίνη και αι αδελφαί της. — Καταβαίνεις μικρόν λόφον και ευρίσκεσαι έμπροσθεν θόλου, όπου είκοσι περίπου βαθμίδες καταβαίνουν, και εκεί κάτω αναβλύζει το πλέον διαυγές νερό από μαρμαρίνους βράχους.

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.

Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα, προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου. — Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα του Βασίλη η βρύσις.

Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Μία αψίς ήνοιγεν εις το βάθος βαράθρου το οποίον από το μέρος εκείνο υπερήσπιζε την Ακρόπολιν. Έν αιγόκλημα προσείρπεν επί του θόλου της, ενώ τα άνθη του εξήρχοντο εις το φως. Εις την ρίζαν ενός βράχου μικρά βρύσις ανέβλυζε ψιθυρίζουσα. Πεντήκοντα ίπποι περίπου υπήρχον εκεί, και έτρωγον την φορβήν των επί υψηλής σανίδος η οποία έφθανεν έως εις το στόμα των.

Τα εξής: υπάρχει παλαιός μύθος, φίλε νομοθέτα, τον οποίον και ημείς οι ίδιοι πάντοτε τον λέγομεν, και όλοι οι άλλοι τον παραδέχονται, ότι δηλαδή ο ποιητής, όταν κάθηται εις τον τρίποδα της Μούσης, τότε δεν είναι 'ςτα λογικά του, αλλά ωσάν καμμία βρύσις η έμπνευσίς του εξέρχεται προχείρως, και επειδή η τέχνη είναι μίμησις και επειδή παρουσιάζει ανθρώπους με αντιθέτους διαθέσεις μεταξύ των, αναγκάζεται να λέγη πολλάκις αντιφατικά προς τον εαυτόν του, και δεν γνωρίζει ούτε αν αυτά είναι αληθή από τα λεγόμενά του ούτε αν τα άλλα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν