United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλέ Ξένε, παρά πολύ επιθυμούμεν ημείς τουλάχιστον να το ακούσωμεν. Λοιπόν ας ακούωμεν. Να μη απορήσετε όμως διόλου, εάν σας φανώ ότι αρχίζω κάπως από υψηλά. Διότι έχομεν σχόλη και τίποτε δεν μας βιάζει να μη ερευνώμεν τους νόμους υπό όλας τας επόψεις. Πολύ ορθά το είπες. Λοιπόν ας επιστρέψωμεν εις όσα ελέχθησαν προηγουμένως.

Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 και, ανόσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».

Το χειρότερον όμως, το οποίον και θα σας είπω, είναι ότι μεταβάλλει νόμους πατροπαραδότους, βιάζει γυναίκας, φονεύει ανθρώπους χωρίς να τους δικάζη.

Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω.

Πουλάκι ξένο, Ξενιτεμένο. Κυνηγημένο, Πού να σταθώ, Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω, Να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, Σκοτάδι παίρει, Και δίχως ταίρι, Πώς να βρεθώ; Πώς να φωλιάσω, Σε ξένο δάσο. Ν' αποσυρθώ; Η ημέρα φεύγει, Η νύχτα βιάζει. Να, ησυχάζει Κάθε πουλί. Κι' εγώ στενάζω, Το ταίρι κράζω, Ξένο πουλί. Κυττάζω τ' άλλα Πουλιά ζευγάρι· Αυτήν τη χάρι Δεν έχω πλια. Έρημο τρέχω Τόπο δεν έχω, Μηδέ φωλιά.

Υπήρχε μάλιστα γνώμη τις, ην φειδόμενος μέχρι τούδε δεν ανεκοίνωσα εις τους αναγνώστας, αλλά σκληρόν χρέος με βιάζει να πράξω τούτο σήμερον. Το πρόσωπον της Αϊμάς, οίον εν τοις χρονικοίς μνημονεύεται, εξελήφθη υπό τινων ως πρόσωπον αλληγορικόν, ως σκότιον της φαντασίας πλάσμα, μηδέποτε δυνάμενον να υπάρξη.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Να ’ταν χωρίς να ντροπιασθή κανείς να πάθη ένα κακό, το δέχομαι, γιατί έτσι θα ήταν κέρδος μονάχα ο θάνατος· μα μια ατυχία μαζί με την ντροπή, μην πης πως φέρνει δόξα. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μ’ αφού ο θεός βιάζει να γίνη ό, τι θα γίνη ας πάη, μια που ’λαχε του Κωκυτού το κύμα, στον άνεμ’ όλ’ η θεομίσητ’ η γενεά μας.

Το πουρνό καθώς χαράζει Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας· Το ταξίδι ακολουθόντας. Μοναχά μ' αυτό το στόμα Δυο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, Απατό του για να μάθη.