Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο ελαιώνδάσος ατελείωτονήτο κατάφορτος εκ του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα φύλλα του ιερού δένδρου.

Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν.

ΚΕΝΤ Πώς επέστρεψε τόσον εξαφνικά ο βασιλεύς της Γαλλίας; Ηξεύρεις τον λόγον; ΙΠΠΟΤ. Είχεν αφήσει κάτι ατελείωτον εις το βασίλειόν του, και αφού ήλθεν εδώ το εσυλλογίσθη. Ήτο πράγμα σοβαρόν και επικίνδυνον, και έπρεπε να επιστρέψη ο ίδιος να το κάμη. ΚΕΝΤ Και ποίον άφησε στρατηγόν εις τον τόπον του; ΙΠΠΟΤ. Τον στρατάρχην της Γαλλίας, τον Λεφάρ.

Τώρ' όμως εσύ πήγαινε, να μη σε νοιώσ' η Ήρα· Κ' εγώ αυτά εγνοιάζομαι, για να τα τελειώσω. Κ' έλα με το κεφάλι μου να νεύσω, να πιστεύσης. Γιατί αυτό 'ν' το μέγα μου μες τους θεούς σημείον· Το πώς με το κεφάλι μου εγ' ό,τι και αν νεύσω, Δεν απατά, και δεν γυρνά, κι' ατέλειωτον δεν μένει.

Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν. — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος. Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του: — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.

Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν.

Εκεί απλούται ατελείωτον το πέλαγος ανά την αχανή έκτασιν από ακτής έως ακτής και από κόλπου έως κόλπου, και χαμηλόνει ο ουρανός εις την μίαν άκρην την απωτέραν, διά να περιπτυχθή εγγύτερον την εσχατιάν των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλών τον σμάραγδον, το βαθύχλωρον αντασπαζόμενον το γλαυκόν.

Η νέηλυς κάθηται εν πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και σπογγίζει την ρίνα τηςήτις, όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε όμως ρις ανθρωπίνηκαι αρχίζει έπειτα ατελείωτον διάλογον προς τας παρακαθημένας της·Τι κάμνετε; — Πώς είσθε; — Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ! — Πώς είνε τα παιδιά; — Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . . Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;

Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε; θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και αυτό το άλλο, τι είνε; — Το αρχαιολογικόν Μουσείον. — Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα σχέδια και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να ιδούμεν ολίγον και τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία εις το αμάξι;

Ατελείωτον γίνεται πάντοτε το χρέος. Πολλάκις δε μετά ταύτα ηπείλει και ανησύχει την τεθλιμμένην χήραν. — Να σ' πω. Έχουμε κάτι λογαριασμούς ανοικτούς με τον μακαρίτην τον Μπάρμπα-Δήμαν. — Κάμε καλά με τον Μπάρμπα Δήμα, απήντα οργίλως η θειά Ζωίτσα. — Να σ' πω. Το αμπέλι προικιό σ' είνε; — Δεν ξέρω, απήντα μετά σκαιάς περιφρονήσεως η χήρα, έχουσα πεποίθησιν εις το εκ του νόμου δίκαιον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν