United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρεκτός της τοιαύτης γενναιότητος, ο Μάκβεθ έχει την ειλικρίνειαν του να μη εξαπατά αυτός εαυτόν ως προς το μέγεθος των ανομημάτων του· συναισθάνεται την κακίαν του και την αθωότητα των θυμάτων του.

Αυτός, μην υποφέροντας τις γκρίνιες της, της έδωσε μια μέρα, για να τη γιατρέψη από κάποιο μικρό συνάχι, ένα γιατρικό τόσο αποτελεσματικό, που πέθανε σε δυο ώρες με φριχτούς σπασμούς. Οι γονείς της κυρίας καταγγείλανε το γιατρό για φόνο κ' εκείνος τόσκασε κρυφά, μα βάλανε μένα στη φυλακή. Η αθωότητά μου δε θα μ' έσωζε, αν δεν ήμουνα λιγάκι όμορφη.

Αλλ' η σιωπή εκείνη, συνδυαζομένη προς το παθητικόν μεγαλείον Του και προς την θεϊκήν αγιότητα και αθωότητα την ακτινοβολούσαν απ' Αυτού, ως στεφάνου δόξης, ήτο ευγλωττοτέρα παντός λόγου. Πρώτον δε πάντων επέδρασεν επί του ενός των σταυρωθέντων ληστών. Κατ' αρχάς ο «ευγνώμων ληστής» φαίνεται ότι συμμετέσχεν ασθενώς των μέμψεων των εκφερομένων υπό του συντρόφου του.

Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου γυναικός.

Σου ορκίζομαι όμως στην ψυχή της μάνας μου πως εγώ την σεβάστηκα πάντα τη Νοέμι, σαν να ήταν κάτι το ιερό…. Και όμως, ναι, σου το λέω, επειδή ξέρω πως μπορώ να σου το πω, μόνο μια φορά, όταν εκείνη λιγοθύμησε κι εγώ έκλαψα επάνω από τα μάτια της, ναι, μπορώ να σου το πω, όπως θα μπορούσα να το πω και στη μάνα μου, με την ίδια αθωότητα , ναι, κοιταχτήκαμε… μέσα από τα δάκρυα, και ίσως τότε… ίσως τότε… Δεν ξέρω, να, δεν σου λέω άλλα.

Και σαν να έμελλε κάτι μεγάλο κι αληθινά θεοσταλμένο να μάθη και κατσικάκι πως θα της δώση έταζε και τυριά χλωρά από πρωτάρμεχτο γάλα και την κατσίκα την ίδια. Αφού λοιπόν η Λυκαίνιο βρήκε τσοπάνικη αθωότητα όση δεν επερίμενε, άρχισε να γυμνάζη το Δάφνη με τούτο τον τρόπο.

Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και την αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν.

Α! αν ήξερε ότι δεν θα του επέτρεπαν ν' αποδείξη με μονομαχία την αθωότητά του, κομμάτια θα τον έκαναν προτού ανεχτή να τόνε δέσουν έτσι χυδαία. Αλλ' εμπιστευότανε στο Θεό, και ήξερε ότι κανείς δε θα τολμούσε να σηκώση απάνω του σπαθί, μέσα σε κλειστό χώρο. Και βέβαια, με το δίκηο του, είχε την πεποίθησι στο Θεό.