United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: — Για πέντε συχνάτσες!

Την στιγμήν εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο θόρυβος ον είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης εις το τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν του επί του πρώτου χωλού θρανίου, έρριψε το τσιγάρον του.

Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του. Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν αναγινώσκοντα την επιστολήν. Ιδού το περιεχόμενόν της: «Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά. «Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν.

Η παρατήρησις αυτή με έρριψε προς στιγμήν εις την μεγαλυτέραν ταραχήν, ταραχήν εντελώς ματαίαν, διότι εν τη απειρία των περικυκλούντων με δεινών τι σημασίαν ημπορούσε να έχη η διάμετρος του μπουντρουμιού μου; Το πνεύμα μου όμως ελάμβανεν εξαιρετικόν ενδιαφέρον δι' αυτήν την ανοησίαν, υποβαλλόμενον εις προσπαθείας διά ν' ανακαλύψη την πλάνην, η οποία εισέδυσε κατά τύχην εις τον υπολογισμόν μου.

Έχει δουλειές, παιδί μου . . . Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών και τα κεράσματα . . . 'Πηρετεί όλους τους καλεσμένους . . . Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Έμεινε κάποια φίλη μου μητέρα με το Φοίβο. ΙΩΝ Μητέρα με το Φοίβο! μπα! μη λες το λόγο τούτο. ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' απ' τον πατέρα της κρυφά είχε παιδί γεννήση. ΙΩΝ Αδύνατο• κάποιου θνητού αδίκημα έχει κρύψη. ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι• την έπαθε σωστή τη συμφορά που λέει. ΙΩΝ Και ύστερα τι έκαμε, που το θεό εγνώρισε; ΚΡΕΟΥΣΑ Έρριψε το παιδάκι της από το σπίτι μακρυά.

Σκάψας διά νυκτός τάφρον πλατείαν ήπλωσεν επ' αυτής ξύλα λεπτά, επάνω δε των ξύλων έφερε και έρριψε χώμα, ώστε την ισοπέδωσε με το άλλο έδαφος. Άμα τη ημέρα προσεκάλεσεν τους Βαρκαίους να ομιλήσωσι περί συμβιβασμού, ούτοι δε προθύμως υπήκουσαν και εδέχθησαν να συνθηκολογήσωσιν.

Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον.

Επήρε ξυλάρια και ξυλόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ. Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν·

Έτυχε μάλιστα την ημέραν εκείνην να έχουν ως ανάγνωσιν τον μύθον της μαϊμούς, η οποία δεν έξευρε πώς ανοίγουν το καρύδι ούτε εδοκίμασε να το μάθη, αλλά διά να μη κοπιάση το έρριψε και άλλος ωφελήθη από την οκνηρίαν της, το ήνοιξεν εκείνος και το έφαγε. Προικισμένη καθώς ήτο η Ανθούλα με πολύν νουν, δεν εδυσκολεύθη να εννοήση την παρομοίωσιν.