United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κύρος ήκουσε τας προτάσεις ταύτας και διηγήθη εις αυτούς τον εξής μύθον· «Αυλητής τις, ιδών εις την θάλασσαν ιχθύας, ηύλει νομίζων ότι ήθελε τους ελκύσει εις την ξηράν· επειδή δε διεψεύσθη η ελπίς του, έλαβε δίκτυον, το έρριψε και έσυρεν έξω πολλήν ποσότητα ιχθύων.

Έρριψε μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.

Ευρεθείς εις το έσχατον της ανάγκης ο φιλόσοφος έπαθε, φαίνεται, πρόσκαιρον των φρενών διατάραξιν, και έρριψε την μικράν εις τον καταρράκτην, πράξας τούτο ως ο αμυνόμενος υπέρ της ιδίας αυτού ζωής, και διότι δεν ήθελε, φαίνεται, ν' αφήση την μικράν κόρην εις χείρας των διωκτών του, ους εγίνωσκεν απανθρώπους και δυναμένους να εκδικηθώσι κατά της μικράς, όσω μάλλον αύτη εθεωρείτο παρά τω λαώ τέρας δαιμονόληπτον.

Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και το απέθεσεν επί της τραπέζης. — Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.

Ας τα χαίρεται ο αντικαταστάτης μου! Η Φλουρού τον διέκοψεν ανοίξασα την θύραν άνευ τινός προειδοποιήσεως. Έρριψε μετ' απορίας το βλέμμα εις όλας του δωματίου τας γωνίας, αλλ' ιδούσα ότι ο κύριος της ήτο μόνος και συνωμίλει με τον εαυτόν του, έσεισε την κεφαλήν και είπε λακωνικώς: — Έτοιμο!

Τότε ο βασιλεύς διήρεσε τον λαόν εις δύο μοίρας, έπειτα έρριψε κλήρον ποία να μείνει και ποία να εγκαταλείψη την χώραν, κηρύξας εαυτόν αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μείνει και καθιστών αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μεταναστεύσει τον υιόν του Τυρρηνόν.

Ένας ψαράς βγαίνοντας ένα πρωί με το πλοιάριόν του να ψαρεύση κατά την συνήθειάν του, και φθάνοντας εις ένα κόλπον της θαλάσσης έρριψε τα δίκτυά του, με ελπίδα διά να εύρη πράγμα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ο δυστυχής επειδή τρεις φοράς οπού τα έρριψε δεν έβγαλε άλλο παρά ένα σκέλεθρον ζώου, κόκκαλα από πίννες και αχιβάδια ξηρά και άδεια, και ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην ο δυστυχής μη έχοντας άλλον τρόπον να βγάλη την ζωοτροφίαν του σπιτιού του· μάλιστα είχε κάμει όρκον να μη ρίχνη τα δίκτυά του πλέον παρά τέσσερες φορές την ημέραν· όθεν δεν του έμενεν άλλη ελπίδα παρά να τα ρίψη και τετάρτην φοράν.

Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.

Η Ευανθία, ως τας είδε, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψη ή να τα κάμη άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως, ανεσήκωσε το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάση.

Και να! εκείνος άρπαξε τον άλλον από τα πόδια και τον έρριψε κάτω• έπειτα έπεσε πάνω του και δεν τον αφήνει νανασηκωθή, αλλά τον ωθεί κάτω και τον βυθίζει στην λάσπην.