United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε μια φορά ένας συγγραφέας, που ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Είτανε τόσο ευτυχισμένος, ώστε δεν το εννοούσε κι ο ίδιος και μολαταύτα έγραψε πολλά βιβλία για τη δυστυχία των ανθρώπων.

Με το αίστημα τούτο της μεστής ζωής έγραψε ο συγγραφέας αυτός ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από καλοκαιρινό φως και με θέμα τα δυο μεγάλα αγόρια του, τα παιγνίδια και τις διασκεδάσες τους, τα άθλα και τις ατυχίες τους. Το βιβλίο είτανε μια ιλαρή χαρά και γι' αυτόν τον ίδιο κι όταν μου έρχεται στο νου εκείνη η εποχή, μόλις μπορώ και το εννοώ πως ο άνθρωπος αυτός είμουνα κάποτε γω.

Ο Μάλχος έγραψε στις μέρες του Αναστασίου. Αυτός είναι που μας δηγάται τα καμώματα τω δυο Θεοδορίχων. Κι' αυτός ρητορικά μαθημένος, μα της μπιστοσύνης και με ύφος καθάριο κι απλό. Μερικά τώρα και για τη φιλολογία του έχτου αιώνα, μαζεμένα από την ίδια πηγή που μας χρησίμεψε παραπάνω.

Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσηΕίνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.

Μια φορά έγραψε ότι σπούδαζε, μια άλλη φορά ότι ήθελε να πάει στο ναυτικό, και μια φορά ακόμη ότι είχε βρει δουλειά. Μετά ανήγγειλε το θάνατο του πατέρα του, μετά το θάνατο της μητέρας του και στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία να τις επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους, εάν εύρισκε δουλειά στο χωριό.

«Η συνείδησις μας κάμνει όλους ανάδρους», έγραψε μέγας Άγγλος ποιητής, ο Σαιξπήρος, του οποίου η πεφωτισμένη ψυχολογία πολύ ωφελήθη εκ των Ευαγγελίων. Την εσπέραν της ημέρας, καθ' ην συνέβησαν τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αναγραφόμενα, ο Ιησούς απεσύρθη εις το Όρος των Ελαιών.

Ο μεν έγραψέ ποτεαν δεν υπέγραψε μόνονολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν οιαδήποτε ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ των Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής.

Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; Κοντός ψαλμός αλληλούια!

Ακούτε κει να κάθουμαι τόση ώρα να φιλονικώ με τους Διόνυσους και ναραδιάζω φιλοσοφίες, χωρίς να το καταλάβω απαρχής πως αφτά είναι προσωπικά! Και βέβαια. Τίποτις άλλο. Από τη στιγμή που ο Παλαμάς έγραψε για το Γιαννίρη ένα άρθρο, και που τον είπε πως είτανε το μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής, αμέσως βγήκαν οι Διόνυσοι στη μέση, κι αμέσως η δημοτική έγινε μισή γλώσσα.

Και έτσι, ο καθένας μεταχειρίστηκε τη γλώσσα που μιλούσε. Μ' αυτήν έγραψε, μ' αυτήν δίδαξε στο σκολειό, μ' αυτήν μίλησε στη Βουλή κτλ. κτλ. Και πέρασαν αιώνες. Και δούλεψαν και δουλεύουν, και έπλασαν και πλάθουν, και αφίνουν τη γλώσσα τους και τρέχει, και ζουν και βασιλεύουν. Και στους αιώνες αυτούς που πέρασαν, τι έκανε το έθνος το Ελληνικό;