United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπωναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου . . . Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων.

Και τώρα : Την ερώτησεν ο Γιάννος με λαχτάρα. — Τώρα, του λέγει η Μάγισσα, ν’ αλλάξη την καρδιά της. Τίποτες άλλο δε μπορεί, παρά ο ανθός εκείνος. Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης» .

Δεν υπάρχει υψηλότερον αίσθημα από την μετάνοιαν και την συγγνώμην· τελείται μία μεταμόρφωσις εν τη ψυχή ένθεος, την οποίαν εν τη φύσει συμβολίζει η μεταμόρφωσις της κάμπης εις χρυσαλίδα, ήτις, αναλαμβάνουσα αιθερίας πτέρυγας, σπεύδει και καταφιλεί ικέτις το άνθος, του οποίου το φύλλον είχε καταφάγη, η δε χρυσαλίς της σήμερον ζητεί συγγνώμην διά τον σκώληκα της χθες.

Εξ άλλου ο παράφορος έρως του έπρεπε να κορεσθή. Εχόρευσεν ως αι Ιέρειαι των Ινδιών, ως αι κόραι των καταρρακτών της Νουβίας, ως οι Βαχάνται της Λυδίας. Ανεστρέφετο από όλα τα μέρη, ομοία με άνθος το οποίον κλονίζει η καταιγίς. Οι αδάμαντες των ενωτίων της απήστραπτον, και επήδων, το μεταξωτον ύφασμα ηκτινοβόλει εις τους ώμους της εις μυρίας αποχρώσεις.

Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν, ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε. Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου, χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον , χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου. Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη!

Μοντέκης αν δεν ήσουν, μη άλλος θα εγίνεσο; τι θα ειπή Μοντέκης; Μη τύχη κ' είναι πρόσωπον, ή χέρι, ή ποδάρι, ή άλλο μέρος του κορμιού; Ω! τ' όνομα ν' αλλάξης! Και τι σημαίνει τ’ όνομα; τ' άνθος που λέγουν ρόδον, με οποίαν λέξιν κι’ αν το 'πουν, το ίδιον θα μυρίζη. Και ο Ρωμαίος, τ' όνομα Ρωμαίος αν δεν είχε, την χάριν δεν θα έχανε που έχει φυσικήν του.

ΡΩΜΑΙΟΣ Καθώς η ευγένεια το απαιτεί. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ως προς τούτο, μη λησμονής, ότι εγώ είμαι της ευγενείας το άνθος. ΡΩΜΑΙΟΣ Τριαντάφυλλον; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μάλιστα τριαντάφυλλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Εγώ τα έχω εις τα ποδάρια μου τα τριαντάφυλλα. Κύτταξε τα δεσίματα των υποδημάτων μου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τι νόστιμος οπού είσαι. Μη στέκης!

Είσαι πτωχή, άστεγος και ρακενδύτις· αλλά καγώ πριν γείνω σύζυγος του κόμητος Εκβέρτου, εφύσων τον χειμώνα εις τα δάκτυλά μου, καγώ μόνην περιουσίαν είχον τα κόκκινά μου χείλη δι' ων απέκτησα πλούτον· τιμάς και αγιότητα. Θάρσει, λοιπόν, ξανθή μου Ιωάννα. Είσαι ωραία ως άνθος λειμώνος, σοφή ως βίβλος του Ινκμάρου, πανούργος ως αλώπηξ του Μαύρου δάσους.

Μάτι αυλικού, γλώσσα σοφού, στρατιώτου ξίφος, η απαντοχή, το ρόδο της λαμπρής πατρίδος, ο τύπος της μορφής, των τρόπων ο καθρέφτης, ο ζηλευτός, ο θαυμαστός, χάμω πεσμένος! κ' έρμη εγώ δυστυχής όσο καμμιά κυρία, 'πού των γλυκών του όρκων βύζαξα το μέλι, το εξαίσιον βλέπω, το ευγενές εκείνο πνεύμα ωσάν γλυκόφωνο κουδούνι ραϊσμένο, παράτονο, βραχνό· το αμίμητον εκείνο της νεότητος πλάσμα, ως άνθος, πυρωμένο απ' την παραφροσύνην· αχ! αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτο εμπρός μου.