Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Αγαπώ με την ακτίνα των νυχτερινών λαμπάδων Το πρωί να περιμένω ευωχούμενος και άδων. Ηδονήν εγώ ζητήσας του σκοπού προσκαίρου βίου Τεθαμμένην αυτήν εύρον εις το βάθος ποτηρίου. Οι στίχοι ούτοι, πρέπει να τ' ομολογήσωμεν, φαίνονται έργον μάλλον μετρίου μαθητού των Σούτσων ή του συγγραφέως της «Συγχρόνου Ποιήσεως», έπρεπεν όμως εν τούτοις να εύρωσι κάπου θέσιν εις τα παρόντα «Έργα».
Δύνασαι να ήσαι αχθοφόρος, δύνασαι να ήσαι βασιλεύς· δύνασαι ν' αποφύγης όλας τας διατάξεις του Ποινικού Νόμου· διά τον Ηθικόν Νόμον είσαι πάντοτε υπόδικος. Όταν βλέπης λαόν, όστις βαδίζει προς τον θάνατον άδων, πίστευε ότι βαδίζει προς την ζωήν. Ουδείς θα κηρυχθή πολέμιός σου, εάν πρώτον δεν αναγνωρίση την αξίαν σου· περί τούτου έσο βέβαιος.
Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας: βρε σεις, βρε, βρε σεις, βρε, χάρισμά σας τον τζιβρέ....
Εννοεί τον Πολέμωνα εκείνον όστις εν καιρώ ημέρας διέτρεχε μεθυσμένος την αγοράν, συνοδευόμενος υπό τραγουδιστριών και άδων από πρωίας έως εσπέρας, αιωνίως μεθύων και κραιπαλών και στεφανωμένος με άνθη. Και ότι αυτά είνε αληθή μαρτυρούν όλοι οι Αθηναίοι, οίτινες ουδέποτε είδον τον Πολέμωνα αμέθυστον.
— Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής.
Ο Έλλην δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε σπανίων εξαιρέσεων ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το πλείστον ως ραγισμένος οξύαυλος.
Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . . — Μανώλη! Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς. — Μανωωωώληηη!
Την διαλαλεί δε τότε οξυφωνότατα αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα και ογκούμενος μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και ουδέν άλλο. Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά αλήθεια, της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και προς αποφυγήν μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους Επτανησίους ως εξαιρέσεις.
Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη σκέπη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν