Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Και το χερότερο, καταντούσαν καλόγεροι και χάριζαν τα χτήματά τους στις εκκλησιές και στα μοναστήρια. Έτσι είταν τα πράματα ως τον έχτο αιώνα.
Το καταχάρηκαν τούτο οι Καλόγεροι, που θαρρούσανε, λέει, πως κάποιος Δαίμονας είταν και τους μπόδιζε να γκρεμήσουν το Ναό, ώσπου σοφίστηκε ο Μάρκελλος τον τρόπο! Όρμησαν ύστερα και στους άλλους ναούς, και λίγοι έμειναν απάνω στα θεμέλιά τους. Τα ίδια έπαθε κι ο άλλος, ο ακόμα πιο περίφημος ναός του Σεράπι στην Αλεξάντρεια.
Προχωρώντας λοιπόν αυτοί οι καλόγεροι κάποτες ως την Κίνα παρατήρησαν κ' έμαθαν το μυστικό τω σκουληκιών, έμαθαν και τι λογής θρέφουνται. Άμα τάκουσε αυτό ο Ιουστινιανός συναγροικιέται με δυο καλόγερους και του φέρνουνε στα 551 αυγά σκουληκιώνε στην Πόλη. Ζέσταναν τ' αυγά με κοπριά και γεννήθηκαν τα σκουλήκια.
Και μήτε μαζεύουνταν οι ταχτικοί εκείνοι με στρατολογικό σύστημα σαν τα σημερνά, μόνο τους έδιναν ως είδος φόρο οι σενατόροι κ' οι αρχόντοι, άλλος έναν άλλος πιώτερους, κατά το έχει του ο καθένας· κάποτες και πολλοί μαζί έδιναν έναν. Και τους διάλεγαν όλους από τα πια χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αφού όχι οι καλόγεροι μονάχα έμνησκαν έξω, μα κι όσοι μαζεύανε φόρους κ' οι γεωργοί.
Εξόν από την προστασία του Μονοφυσιτισμού, άλλα του «κατορθώματα» αναφέρνουνται το πως αργυρολογούσε από τους επισκόπους, και πως μια μέρα τον Πατριάρχη τον Ακάκιο μόνο πως δεν τον έδειρε, κι αυτό ας είναι καλά οι καλόγεροι που τονέ γλύτωσαν. Όσο για το φορολογικό του σύστημα, μήτε ο ταπεινότερος εργάτης δεν του ξέφυγε.
Ή άξαφνα, στο δρόμο, εκεί που μιλούσε με ευγένεια μπροστά σου, με κανένα ξένο, όταν ο ξένος αυτός εγύριζε να φύγη, τον εμούντζωνε και με τα δυο του χέρια! Αυτή τη φορά όμως ήταν πιο φρόνιμος και οι καλόγεροι δεν εγογγύζανε φανερά. Μόνο ένας καλόγερος, ο αδελφός Άνθιμος δεν υπόφερε όχι να τονε βλέπη, ούτε να τον ακούη πλιο.
— Μοναχός σου ήλθες; πού είνε η μάννα μου; — Στην Παναγιά. — Στην Παναγιά; Κ' ο Αγαλλάκης; — Κι' ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνία. — Αγρυπνία; — Να, ολονυχτιά. — Ποιος την κάνει; — Κάτι νεοφερμένοι καλόγεροι. — Καλόγεροι; — Να, άνθρωποι με ράσα. — Απ' το μοναστήρι ήλθαν; — Όχι, είνε άλλοι. Ήλθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στον ·Άι- Θανάση. — Στον Άι-Θανάση; — Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω.
— Είναι κι' ο Δεσπότης που τονε θέλει, είπεν ο παππά Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τις προάλλες για την πανιερότητά του· και τρώτε καλόγεροι και παππάδες φασούλια νερόβραστα. Και επρόσθεσε σαν από μέσα του. — Και να συλλογιστή κανείς πως αυτός ο άθρωπος αγαπά τόσο τη μάννα του, ενώ βρίζεται κάθε μέρα μαζή της! — Να σας πω, φταίτε σεις ούλοι! είπεν ο Γιώργης ο μπακάλης.
Τρέχει τότες ο λαός στο παλάτι, τρέχουν οι δυο οι φατρίες, και γυρεύουνε συχώρεση για τους δυο αυτουνούς. Κ' επειδή ο Αυτοκράτορας δεν ήθελε να τους ακούση, προφταίνουνε δυο καλόγεροι και τους γλυτώνουν. Τους περάσανε με καΐκι στην εκκλησιά του Αγίου Λαυρεντίου, και τους έδωκαν εκεί άσυλο. Στέλνει τότες ο Έπαρχος στρατιώτες να τους φυλάξουν και τους δυο μέσα στην εκκλησιά.
Όντας βγήκαμε από τη βραδινή ακολουθία στη μεγάλη πέτρινη αυλή του μοναστηριού, είχε ξαστερώση. Οι καλόγεροι με τον ηγούμενό τους, έναν παχύ, ψηλόν, καλοθρεμμένον πανιερώτατον, ήρθαν κ' έκατσαν μαζί μου στα λιθαρένια πεζούλια, στο πλάι της μαρμαρένιας βρύσης, που έτρεχε ακούραστη στο πλάι μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν