United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα. Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.

Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.

Δος μου το τ' άσπρο χέρι σου μ' όλη τη βούλησή σου Στην ξαναμένη μου καρδιά να το σιμώσω, Χρύσω, Να νιόσεις τη λαχτάρα της, τους χτύπους της ν' ακούσης Αχ! ο μεγάλος μου ο καϊμός θα να μ' αποσβολώση, Θα γένω σαν τον ξέρακα τον αστραποκαμένο Και θα χαθώ στην έρημο χωρίς δροσούλα κ' ίσκιο, Χωρίς αντίρριμα χλωρό, χωρίς κλωνί ανθισμένο.

Εάν δεν είμαι για τίποτα, κατάλαβες, πώς σου έκαμα αυτό το ωραίο Χρυσώ, κατάλαβες; — Και σαν τώκαμες μοναχά, τι θα το κάμης τώρα; Ηρώτα η μήτηρ. — Γι' αυτό θυμώνεις; Μακάρι νάχες κι' άλλο ένα Χρυσώ ακόμα. Αληθώς η καλλονή και η σεμνότης του Χρυσού δεν ήργησε να γίνη γνωστή εις το χωρίον.

Το σαθρόν και σκοτεινόν εκείνο ερείπιον ήτο της Μιλάχρως η οικία· και η κόρη εκείνη η ως ηλιακή λάμπουσα ακτίς χρυσή, ήτο η θυγάτηρ της, το εύμορφον Χρυσώ, ήτις τότε πρώτον, προ τριών ετών, ενεφανίζετο εις τον κόσμον. Διότι τότε είχεν αρραβωνισθή.

Το Χρυσώ ανεπήδησεν αμέσως, ως όταν μας διακόπτουν όνειρον και με βουρκωμένους τους οφθαλμούς ως να εφόρει γυαλιά από δάκρυα, έσπευσε να αποκρεμάση το λυχνάριον, το οποίον ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχεν αναρτήσει από τινος δοκού, ως είπομεν, φοβηθείσα η κόρη μη τυχόν και πέση εντός των ξηρών ξύλων και καώσιν αίφνης.

Προτήτερα που ήτο η ωραία κόρη; Έβλεπον καμμιά φορά αι γειτόνισσαι, σπανίως ν' αναιβοκαταβαίνη την σεσαθρωμένην κλίμακα έν ασθενικόν και άχρουν κοράσιον, κακοενδεδυμένον και κακοκαμωμένον, πλην ουδέ προσείχον εις την πτωχήν παρθένον εκείνην. Πού ήτο τότε το εύμορφον Χρυσώ; Πού είνε το ρόδον πριν ανοίξη; Ούτω και η παρθένος εις τα χωρία. Ο οικός της είνε ο καλός ο σκληρός και άχρους.

Ενόμιζέ τις ότι εκείνο το άχαρι και υψηλόν σώμα είχε δύο ψυχάς συγκοινωνούσας διά κοινού στόματος, μίαν απειλητικήν ως σατανάν διά τας γυναίκας, αι οποίαι την περιεφρόνουν, και μίαν πραείαν ως Χερουβίμ διά την θυγατέρα της, το εύμορφο Χρυσώ της.

Ός δε κε δειλός εών, φεύγη μένος Ηφαίστοιο, Λάεσσι βαλέειν τάχα πάντας Αχαιούς, Ως μη ψυχρός εών, θερμηγορέειν επιχειρή, Χρυσώ σαξάμενος πήρην μάλα πολλά δανείζων, Εν καλαίς Πάτραισιν έχων τρις πέντε τάλαντα.

Εγώ είμαι ένα φουρνόξυλο, διελογίζετο ενίοτε, αλλά το Χρυσώ μου είνε ένα ωραίο πλασένιο ψωμί που έβγαλα από τον φούρνον εγώ το φουρνόξυλο. Διά τούτο όταν την αρραβώνισεν, εζήλευσεν ολόκληρον το χωρίον. — Είδες, όταν θέλη ο Θεός; έλεγον. Τωόντι η Μιλάχρω δεν είχε τίποτε παρά τον φούρνον της μόνον· το σπίτι δεν άξιζε τίποτε.