United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον. Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον κυλύομαι και σύρομαι. Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον. Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!

Και το Φάσμα εξακολουθεί: — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν. Έκπληκτος ερωτώ: — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος; Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.

ΔΙΟΓ. Το τόξον σου είνε έτοιμον και πρόχειρον, αλλ' εγώ τι έχω να φοβηθώ αφού άπαξ απέθανα; Αλλά δεν μου λες, σε εξορκίζω εις τον άλλον Ηρακλή, και όταν εκείνος έζη, συνέζης με αυτόν και ήσουν και τότε φάσμα; ή ήσθε έν όλον εις την ζωήν, αφού δε απεθάνατε διηρέθητε και αυτός μεν επέταξεν εις τον ουρανόν, συ δε το φάσμα κατέβης εις τον Άδην;

Και είπε το Φάσμα: — Ιδού του ηλεκτρισμού το αληθές ευεργέτημα· ανταλλάσσουν οι άνθρωποι δι' αυτού τας ανοησίας των μακρόθεναλλά πολύ ακριβά και κάπως συντομωτέρας. Και ουδέν άλλο. Και όμως ουδείς εκ των ναυαγών του αέρος, και εκ των ναυαγών της θαλάσσης, και εκ των ναυαγών της ξηράς, έπαυε να επικαλήται την Πρόοδον, αγωνιών και ψυχορραγών.

Η θερμή αύτη πρόσψαυσις διεσκέδασεν εν ακαρεί το εις τας φλέβας του νεανίσκου κυκλοφορούν ρίγος· άμα δε συνελθών εξέτεινεν αμφοτέρους τους βραχίονας, ίνα συλλάβη το φάσμα, όπερ μόλις επρόφθασε να διαφύγη, αφίνον εις χείρας του το ήμισυ του υποκαμίσου και πέντε της κεφαλής του τρίχας.

Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον, φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και από τ ε ν ε κ έ δ ε ς. Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού απήστραψαν νομίσματα χρυσά. — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς. Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν μου να λέγουν: — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .

Τότε το Φάσμα μου λέγει: — Βλέπεις τους πωλούντας; — Ναι. — Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας; — Ναι. — Είνε πάντοτε οι πτωχοί. Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους διαβάτας. — Τι μετρεί αυτός; ερωτώ. — Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του.

Ουδέποτε ηρεύνησα περί τούτου. Μ' εθεώρουν ως παράφρονα εκεί και ως τοιούτον με μετεχειρίζοντο. Δεν ηδύναντο να ίδουν τι συνέβαινεν εντός της ψυχής μου, δεν εγνώριζον οποίον βάρος επίεζε την συνείδησίν μου, δεν έβλεπον εκείνοι καθώς έβλεπα εγώ αιωνίως ενώπιόν μου το φάσμα της.

Έπειτα από αυτόν ως φάσμα διέκρινα, καθώς είπεν ο Όμηρος, τον Ιππίαν από την Ήλιδα, ο οποίος εκάθητο εις τα έμπροσθεν της αντικρυνής στοάς εις θρόνον· ολόγυρά του δε εκάθηντο εις θρανία ο Ερυξίμαχος ο υιός του Ακουμενού και ο Φαίδρος από την Μυρρινούντα της Αττικής και ο Άνδρων ο υιός του Ανδροτίωνος, και από τους ξένους μερικοί συμπατριώται του και μερικοί άλλοι.

Και έλεγον: Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς. Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών! Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου απήντων, ω Διδάσκαλε: — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν. Λέγει τότε το Φάσμα: — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;