United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα: — Ακολούθει τούτους μετ' εμού. Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην· Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς τον άνδρα: — Είσελθε. Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω: — Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις;

Απαντά το Φάσμα: — Και πάλιν δεν θα ήρκουν· ευτυχώς δι' αυτήν, ότι και ο είς θεός έχει την αυτήν οξύτητα ακοής και οράσεως με τους χιλίους. Πλησίασε τώρα και παρετήρησε εις τα βάθη των οφθαλμών της. Πλησιάζω αόρατος, και παρατηρώ διά μέσου των δακρύων.

Η λέξις φαντασία δηλοί και την δύναμιν και το φάντασμα, ήτοι την εσωτερικήν εικόνα απόντος αισθητού αντικειμένου. Προσέτι δηλοί και την εμφάνειαν και το ψευδές φάσμα. Η πιστή εικών του πραγματικού είναι τόσον αληθής, όσον και το αίσθημα. Ούτως η φαντασία παρέχει εικόνα και φως εντός της ψυχής.

Λέγω προς το Φάσμα: — Ιδού ένας ήρως αυταπαρνήσεσεως· χαίρε, ω γλώσσα μελίρρυτος! ενεκρώθης ευχομένη τον κόσμον! Λακτίζει αυτόν διά του ποδός το Δαιμόνιον, και λέγει καγχάζον: — Ναι, είχεν ο μακαρίτης την μόνην ανθρωπίνην αυταπάρνησιν· έπεινε διαρκώς εις υγείαν των άλλων, μέχρις ου κατέστρεψε την ιδικήν του! Και ήτον η μόνη αληθώς α υ τ α π ά ρ ν η σ ι ς, την οποίαν είδον μεταξύ των ανθρώπων!

Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ, αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ. Λέγει πάλιν το Φάσμα: — Ιδού ο Κώδηξ σου. Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ ο ύ κ. Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν.

Και όμως, ενώ με αγαπούσε τόσον, μ' έρριψεν εις τον κρημνόν διά να με φονεύση. — Εκείνος; — Εκείνος ο ίδιος, είπε τρέμουσα η Αϊμά και συσπώσα τους βραχίονας. Τα χείλη της δε είχον καταστή ωχρά. Οι οφθαλμοί της είχον στυλωθή εις αόρατόν τι φάσμα, ιστάμενον ενώπιόν της. — Σ' έρριψε λοιπόν από τον κρημνόν; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Μ' έρριψε διά να με φονεύση. Αλλ' έπεσα εις τον ποταμόν, και πάγωσα.

ΛΕΝΩΞ Να, εδώ. — Τι έπαθες και είσαι ταραγμένος; ΜΑΚΒΕΘ Ποιος από σας τόκαμ' αυτό; ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ Τι πράγμα, ω αυθέντα; ΜΑΚΒΕΘ προς το φάσμα. Δεν ημπορείς να μου ειπής ότι εγώ σου πταίω!.., Μη τα μαλλιά σου μου κινής τα αιματοβαμμένα! ΡΩΣ Δεν είναι, άρχοντες, καλά ο Μάκβεθ! Σηκωθήτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Καθήσετε, ω άρχοντες. Αυτά συχνά τα έχει, και από νέος μάλιστα! Κανείς σας μη σαλεύση!

Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού. Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του οινοποιείου. — Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται υπέρ της υγείας αυτών! Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος.

Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ' ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη αυτά ταχέωςmiserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του! Λέγει τότε το Φάσμα: — Είδες τι έκρυψε; — Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του. — Τω όντι.

Λέγει το Φάσμα: — Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν γνωρίζης πώς να το ίδης.